Στα πρόθυρα αλλαγών με εξαγορές και συγχωνεύσεις βρίσκεται ο κλάδος Τροφίμων και Ποτών, ο οποίος υπό προϋποθέσεις μπορεί να στηρίξει την εγχώρια μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενισχύοντας το ΑΕΠ της χώρας.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγουν μελέτες της PwC Ελλάδας και της Εθνικής Τράπεζας που δόθηκαν τις προηγούμενες ημέρες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με την έρευνα της πρώτης, ο κλάδος αποφέρει ετήσια έσοδα 15 δισ. ευρώ, αποτελώντας τον μεγαλύτερο στη μεταποίηση, αντιπροσωπεύοντας το 30% του τομέα. Παράλληλα, διατηρεί 111.000 θέσεις εργασίας, που αντιστοιχούν στο 36% του συνολικού εργατικού δυναμικού του μεταποιητικού κλάδου.
Κατακερματισμός

Ωστόσο, παραμένει έντονα κατακερματισμένος, με το 1% των εταιρειών να παράγουν το 63% των συνολικών εσόδων. Σε επίπεδο μεγέθους, η μέση εταιρεία είναι μικρή με 30 εκατ. ευρώ έσοδα, διαθέτει περίπου 140 εργαζομένους και 17 εκατ. ευρώ απασχολούμενα κεφάλαια, σε αντίθεση με τη μέση αντίστοιχη ευρωπαϊκή, η οποία καταγράφει έσοδα που ξεπερνούν τα 60 εκατ. ευρώ και διαθέτει 200 εργαζομένους.
Σύμφωνα με την PwC, ο κλάδος εμφανίζει ανταγωνιστικότητα και βελτιωμένες επιδόσεις στο τέλος της κρίσης, με μόνο το 27% των εταιρειών να υπάγονται στην κατηγορία Zombies, βάσει της ανάλυσης ανταγωνιστικότητας με τη μέθοδο Stars & Zombies της PwC, ενώ οι εταιρείες υψηλής ανταγωνιστικότητας, Stars, συνεισφέρουν στο 50% της συνολικής κερδοφορίας.
Τρεις υποκλάδοι ξεχωρίζουν από πλευράς ανταγωνιστικότητας με συνολικά έσοδα 2 δισ. ευρώ: Φρούτα & Λαχανικά, Κονσερβοποιία και Αλκοολούχα Ποτά. Στον αντίποδα είναι οι κλάδοι των Αλιευμάτων και του Κόκκινου Κρέατος που είναι χαμηλής ανταγωνιστικότητας (συνολικά έσοδα 640 εκατ. ευρώ).
Οι κατά πλειοψηφία «non-branded» εξαγωγές αποτελούν το 37% της παραγωγής του κλάδου, ενώ πέντε υποκλάδοι είναι εξαγωγικοί (Ελαια, Φρούτα & Λαχανικά, Αλιεύματα, Ξηροί Καρποί, Κονσερβοποιία) και εξάγουν πάνω από το 50% της παραγωγής τους, με τους υπόλοιπους να είναι απολύτως εσωστρεφείς. Οι συνολικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 26% την περίοδο 2012-2015 υποκινούμενες από τους κλάδους των Ελαίων και των Γαλακτοκομικών/Παγωτών.
«Στο σύνολό του, ο κλάδος Τ&Π είναι ανταγωνιστικός αλλά υπολείπεται σε εξωστρέφεια λόγω δομικών αδυναμιών που συνοψίζονται στο μικρό εταιρικό μέγεθος και σε αστοχίες αγοράς που δυσκολεύουν τη χρηματοδότηση» αναφέρει η PwC.
Στο πλαίσιο αυτό σημειώνει: «Κάτω από την πίεση του κατακερματισμού και του μικρού εξαγωγικού δυναμικού του κλάδου, αναμένεται ότι θα υπάρξει κινητικότητα με εξαγορές και συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις εταιρειών. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα μικρό υποσύνολο, περίπου 20 εταιρειών, αναγνωρίζεται ως consolidators και περίπου 110 εταιρείες θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχους εξαγοράς, ενώ 15 εταιρείες θα ήταν ελκυστικές μετά από αναδιάρθρωση».


Οι αντοχές των ΜΜΕ
Στη μελέτη της η Εθνική Τράπεζα αναφέρει ότι o κλάδος αποδείχθηκε ανθεκτικός στη διάρκεια της κρίσης, διατηρώντας τον κύκλο εργασιών του κοντά στα 15 δισ. ευρώ και αυξάνοντας έτσι τη συνεισφορά του στις συνολικές πωλήσεις του επιχειρηματικού τομέα σε 7% το 2017 από 5% το 2008.
Αν και το μερίδιο των ΜμΕ στις συνολικές πωλήσεις του κλάδου περιορίστηκε σε 32% το 2017 από 41% το 2008 (κυρίως λόγω κλεισίματος επιχειρήσεων), η έρευνα πεδίου της ΕΤΕ σε δείγμα 200 ΜμΕ τροφίμων ανέδειξε το γεγονός ότι οι ΜμΕ που κατάφεραν να επιβιώσουν της κρίσης αύξησαν τις πωλήσεις τους περίπου κατά 10% την τελευταία δεκαετία (ποσοστό αντίστοιχο με την πορεία των πωλήσεων των μεγαλύτερων επιχειρήσεων).
Οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας εκτιμούν ότι η ανάκτηση των μεριδίων της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στις διεθνείς αγορές τροφίμων είναι εφικτή και μπορεί να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές κατά 0,5 δισ. ευρώ ετησίως.

HeliosPlus