ΑΡΧΕΣ 1988. Πριν από δέκα ολόκληρα χρόνια. Τρεις καλοντυμένοι κύριοι, που εκπροσωπούσαν την τρίτη ­ τότε ­ σε μέγεθος τράπεζα της Ιταλίας, την Instituto Bancario San Paolo di Torino, εμφανίστηκαν στο γραφείο του καθηγητή κ. Π. Κορλίρα, στον πρώτο όροφο του παραδοσιακού μεγάρου στη γωνία Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου.


Ο κ. Κορλίρας ­ τότε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ιονικής Τράπεζας ­ όταν έτεινε το χέρι του στους εκπροσώπους της ιταλικής τράπεζας γνώριζε καλά τον σκοπό της επίσκεψής τους. Το ραντεβού είχε κλειστεί από τον κ. Γ. Λασσαδό, στέλεχος τότε της αγγλικής επενδυτικής τράπεζας Hambros Bank, η οποία λειτουργούσε ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος της ελληνικής τράπεζας.


«Στην Hambros», θυμάται σήμερα ο κ. Κορλίρας, «είχαμε αναθέσει δύο δουλειές: κατ’ αρχάς να βρει την αξία της Ιονικής και κατά δεύτερον να βρει την αξία των δικαιωμάτων της Εμπορικής Τράπεζας επί των μετοχών που κατείχε σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα συμμετείχε καθ’ ολοκληρίαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που σχεδιάζαμε». Αλλά η Hambros, έχοντας αναλάβει τη συγκεκριμένη ευθύνη, θέλησε να διερευνήσει στη διεθνή αγορά αν και κατά πόσον υπήρχε ενδιαφέρον από τραπεζικούς και άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς για την εξαγορά των δικαιωμάτων της Εμπορικής Τράπεζας. Ετσι, τα στελέχη της αγγλικής επενδυτικής τράπεζας απευθύνθηκαν, μέσω ενός διεθνούς δικτύου συνεργαζομένων τραπεζών που διέθεταν, και στους τραπεζίτες του Τουρίνου για να εισπράξουν ως απάντηση το έντονο ενδιαφέρον τους να βρεθούν στην ελληνική αγορά.


Στη συνέχεια τη σκυτάλη των επαφών και των διαβουλεύσεων ανέλαβε από πλευράς της Hambros Bank ο κ. Λασσαδός, που είχε το προνόμιο, όχι μόνο λόγω καταγωγής, να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στην ελληνική κεφαλαιαγορά που άρχιζε τότε να διεκδικεί δειλά δειλά μια θέση στον αστερισμό των «αναδυόμενων αγορών» του κόσμου. Ο ελληνικής καταγωγής μάνατζερ έκλεισε και το ραντεβού με τον κ. Κορλίρα και οι Ιταλοί «πέταξαν» από το Τουρίνο στην Αθήνα, έχοντας στις αποσκευές τους μια ξεκάθαρη αλλά πολύ ριζοσπαστική ­ για τα μέτρα της εποχής ­ πρόταση: ζητούσαν το 20% της Ιονικής Τράπεζας. Ο τρόπος ­ τεχνικά ­ απλός: η ιταλική τράπεζα θα εξαγόραζε τα δικαιώματα που δεν θα είχε ασκήσει η Εμπορική Τράπεζα συμμετέχοντας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ιονικής Τράπεζας. «Πέραν του ποσοστού που ζητούσαν», θυμάται ο κ. Κορλίρας, «δεν έθεταν άλλους όρους για το μάνατζμεντ κλπ., πλην ενός: να έχουν ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας δικό τους».


Ο κ. Κορλίρας άκουσε με τη δέουσα προσοχή την πρόταση των Ιταλών και τους παρέπεμψε στην πολιτική ηγεσία για τα… περαιτέρω. Οι εκπρόσωποι της ιταλικής τράπεζας έφυγαν από το γραφείο του κ. Κορλίρα ­ μάλλον με ανάμεικτα συναισθήματα ­ και πήραν την ανηφόρα για την πλατεία Συντάγματος και το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, το οποίο είχε εγκαταλείψει, λίγους μήνες νωρίτερα, ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης. Οι Ιταλοί προτού φθάσουν στο υπουργείο προτίμησαν να κάνουν μια μικρή στάση στην Τράπεζα της Ελλάδος για να επισκεφθούν τον κ. Δ. Χαλικιά ­ τότε διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας μας. Επαφές έγιναν ­ τόσο με τον κ. Χαλικιά όσο και με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, στην οποία συμμετείχε ως υφυπουργός ο σημερινός διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κ. Θ. Καρατζάς ­ αλλά αποτέλεσμα δεν υπήρξε. Η πρόταση παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες και οι Ιταλοί γύρισαν άπρακτοι στη βάση τους.


«Μια χρυσή ευκαιρία», όπως επισημαίνει σήμερα ο καθηγητής κ. Κορλίρας, «είχε χαθεί». Αλλωστε δεν βοηθούσε και η πολιτική συγκυρία της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει επίτροπο στην Τράπεζα Κρήτης (μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου Κοσκωτά) και η Αγροτική Τράπεζα παίρνει υπό τον έλεγχό της τη μικρή Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος. Παρ’ όλα αυτά η ευκαιρία είχε χαθεί και ο «γόρδιος δεσμός» μεταξύ της Ιονικής και της Εμπορικής παρέμενε, προς ζημία των δύο τραπεζών και της εθνικής οικονομίας γενικότερα.


Οι δύο τράπεζες, λόγω ακριβώς του «γόρδιου δεσμού», αδυνατούν τα επόμενα χρόνια να συγκροτήσουν μια ισχυρή κεφαλαιακή βάση και αναγκάζονται να ζουν και να λειτουργούν κάτω από τα επιτρεπτά, για το μέγεθος και τις δραστηριότητές τους, όρια για το ύψος των ιδίων κεφαλαίων, σε μια περίοδο που νέοι «παίκτες» εμφανίζονται και ο ανταγωνισμός κάνει αισθητή την παρουσία του σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της εγχώριας τραπεζικής αγοράς. Επιπλέον η Εμπορική Τράπεζα κυριολεκτικά «αγκομαχά» να βρει κεφάλαια για να καλύψει τη συμμετοχή της στις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της Ιονικής, που γίνονται σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. «Μόνο στην αύξηση του 1994», λέει ο κ. Κορλίρας, «η Εμπορική Τράπεζα για να διατηρήσει ανέπαφο το ποσοστό της αναγκάζεται να βάλει τα 12 από τα 20 δισ. δρχ. της συνολικής έκδοσης». Και όλα αυτά για να υποστηριχθεί μια συμμετοχή που η απόδοσή της κινείται μονίμως σε χαμηλά επίπεδα για τα τρέχοντα μέτρα της αγοράς.


«Επιμένω ότι η ευκαιρία χάθηκε», λέει ο κ. Κορλίρας, «γιατί η πρόταση των Ιταλών, σε «σωστή στιγμή» για τα ελληνικά τραπεζικά δρώμενα, αναδείκνυε ένα ζήτημα ­ εκείνο των στρατηγικών συμμαχιών ­ που σήμερα πλέον φαίνεται ότι αποτελεί κυρίαρχη τάση στην παγκόσμια αγορά». Η λαϊκή ρήση «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα» βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της σε αυτήν την περίπτωση. Την ίδια ώρα που οι δύο τράπεζες ­ Εμπορική και Ιονική ­ ασφυκτιούν από τον «γόρδιο δεσμό», οι παρ’ ολίγον συνέταιροι από τον ιταλικό Βορρά αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο πεδίο των συγχωνεύσεων και εξαγορών και τελικά αναδεικνύονται στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ηγεμονική δύναμη της ιταλικής τραπεζικής αγοράς. Μάλιστα πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε ότι ως το τέλος του 1998 θα έχει ολοκληρωθεί η συγχώνευση της τράπεζας από το Τουρίνο με την επενδυτική τράπεζα Instituto Mobiliare Italiano (ΙΜΙ), δημιουργώντας τον μεγαλύτερο σε μέγεθος τραπεζικό όμιλο της γειτονικής χώρας. Τα 159 πολυτάραχα χρόνια Από τους άγγλους τραπεζίτες στον Ανδρεάδη και μετά στο Δημόσιο


ΤΟ 1988 η Ιονική Τράπεζα «χάνει» την ευκαιρία, πρώτη και μόνη, να διασυνδεθεί με τα ρεύματα και τις τάσεις της νέας εποχής και ­ γιατί όχι; ­ να ξαναβρεί τους δεσμούς της με την ιστορία και την παράδοσή της. Και αυτό γιατί η Ιονική Τράπεζα ­ το αρχαιότερο τραπεζικό ίδρυμα της χώρας ­ μόνο τα 23 από τα 159 χρόνια συνεχούς λειτουργίας της έχει «ζήσει» ως τράπεζα «δημοσίου συμφέροντος». Ισως η τράπεζα να μην είχε δοκιμάσει καν την εμπειρία του Δημοσίου αν ο καθηγητής Στρατής Ανδρεάδης δεν βρισκόταν στον δρόμο της.


Το 1957 ο Ανδρεάδης έναντι 635.000 αγγλικών λιρών (2 εκατ. δολάρια ή 53 εκατ. δρχ. εκείνη την εποχή) αγοράζει την Ιονική Τράπεζα από τον διεθνώς γνωστό εκείνη την εποχή άγγλο τραπεζίτη σερ Charles Hambro, που είχε τον έλεγχο της πλειοψηφίας των μετοχών της. Παρά το γεγονός ότι ίδιος ο Ανδρεάδης ­ ως φυσικό πρόσωπο ­ καταβάλλει το τίμημα της εξαγοράς, οι μετοχές της Ιονικής περιέρχονται στο χαρτοφυλάκιο της Εμπορικής Τράπεζας.


Αλλά γιατί ο καθηγητής Ανδρεάδης έφθασε να πάρει αυτή την απόφαση; Ποιος ήταν ο λόγος και τι επεδίωκε; Η εκδοχή που δίνει η πλευρά Ανδρεάδη σε μια έκδοση του 1986 («Ο όμιλος επιχειρήσεων Στρατή Ανδρεάδη ­ Χθες, σήμερα, αύριο») είναι η ακόλουθη: «Μολονότι ο καθηγητής Ανδρεάδης είχε τη δυνατότητα να καταβάλει από δικά του το ποσό αυτό και να γίνει προσωπικώς ιδιοκτήτης της Τραπέζης, δεν το έκαμε γιατί πρόθεσή του ήταν να περιέλθει η Ιονική Τράπεζα στην Εμπορική Τράπεζα για να την ενισχύσει, αν και τότε ο Ανδρεάδης ήταν μεν Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, αλλά μικρός μόνο μέτοχός της».


* Η εξαγορά και οι αντιδράσεις


Η εξαγορά τής ως τότε αγγλικών συμφερόντων τράπεζας είχε τις ευλογίες της τότε κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, και μάλιστα θεωρήθηκε ενέργεια «ενίσχυσης του εθνικού γοήτρου της χώρας». Αλλά η υπόθεση της εξαγοράς προκάλεσε και ισχυρές παρενέργειες στο ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο. Ο αντιπρόεδρος της τότε κυβέρνησης Καραμανλή Ανδρέας Αποστολίδης, δεκαπέντε ημέρες περίπου πριν από την ψήφιση στη Βουλή του νομοσχεδίου για την εξαγορά της Ιονικής Τράπεζας, παραιτείται διαφωνώντας με τις επιλογές συναδέλφων του υπουργών μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνει και τον Δημήτριο Χέλμη ­ τότε υπουργό Συντονισμού. Ο παραιτηθείς αντιπρόεδρος ένα χρόνο μετά σε αποκλειστική συνέντευξή του προς «Το Βήμα» (Κυριακή, 23 Μαρτίου 1958) αποκαλύπτει ότι ο Χέλμης πίεζε τον ίδιο για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα του Ανδρεάδη στην υπόθεση της Ιονικής Τράπεζας και ειδικότερα στην υπόθεση της χορήγησης δανείου σε συνάλλαγμα για την καταβολή του τιμήματος της εξαγοράς. «Και είπον εις τον κ. Χέλμην», αναφέρει σε αυτή τη συνέντευξή του ο Αποστολίδης, «ότι δεν εφανταζόμην να ετόλμα να φέρει τοιούτον σκάνδαλον εις την Οικονομικήν Επιτροπήν, διότι απλώς πρόκειται περί ατόκου δανείου του κ. Ανδρεάδη, κεκαλυμμένου υπό τον μανδύαν των δεσμευμένων καταθέσεων» (σ.σ. η αναφορά γίνεται για τις δεσμευμένες καταθέσεις της Εμπορικής Τράπεζας στην Τράπεζα της Ελλάδος).


Με την εξαγορά αυτή, ανεξαρτήτως του παρασκηνίου της, τερματιζόταν ένα καθεστώς 118 χρόνων συνεχούς αγγλικής παρουσίας στο μετοχικό κεφάλαιο της Ιονικής Τράπεζας, που ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στα Επτάνησα την περίοδο της αγγλικής κυριαρχίας. Μάλιστα η Ιονική Τράπεζα ­ η πρώτη της επωνυμία ήταν «Ιονική Κρατική Τράπεζα» και είχε την έδρα της στο Λονδίνο ­ συγκέντρωσε το αρχικό κεφάλαιό της προσφεύγοντας στο City.


Τον Ιανουάριο του 1839, όπως αναφέρει ο κ. Βασίλης Μήτσης στο βιβλίο του «Το εκδοτικό προνόμιο της Ιονικής Τράπεζας, 1839 – 1920», δημοσιεύθηκε στην αγγλική πρωτεύουσα η προκήρυξη της «Ιονικής Κρατικής Τράπεζας», η οποία καλούσε τους τραπεζίτες και τους εμπόρους του City να αγοράσουν μετοχές της νέας τράπεζας. Η προκήρυξη, σύμφωνα με τον κ. Μήτση, «υπογράμμιζε την ευνοϊκή γεωγραφική θέση των νησιών του Ιονίου, τα οποία δέσποζαν σ’ έναν από τους εμπορικότερους δρόμους της ιστορίας, ανάμεσα στα δύο λίκνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και αποτελούσαν τις προφυλακές της Βενετίας», ενώ δεν παρέλειπε να τονίζει ότι η μελλοντική κερδοφορία της τράπεζας θα είχε ως βάση της τις χρηματοδοτήσεις των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Αγγλίας και της Επτανήσου.


Από το Λονδίνο, λοιπόν, ξεκινά τη δράση της η υπεραιωνόβια Ιονική Τράπεζα. Στην αρχή λειτουργούσε σύμφωνα με την εμπορική νομοθεσία του αγγλικού βασιλείου, καθεστώς που διατήρησε αρκετές δεκαετίες μετά την Ενωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864, όπως διατήρησε και αρκετά από τα προνόμια που είχε αποσπάσει από την Ιόνιο Πολιτεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εκδοτικό προνόμιο, που δεν είναι άλλο από το δικαίωμα μιας τράπεζας να «κόβει» και να διακινεί… χρήμα. Η Ιονική Τράπεζα ανανεώνει το εκδοτικό της προνόμιο το 1903, ενώ οριστικά το προνόμιο αυτό καταργείται το 1920. Από τότε λειτουργεί απλώς ως μια εμπορική τράπεζα.


* Η «διανομή» τω υποκαταστημάτων


Από το 1920 ως το 1957 η τράπεζα, με έδρα πάντοτε το Λονδίνο, αναπτύσσεται πέρα από τα όρια του ελληνικού κράτους με ιδιαίτερη έμφαση στα κέντρα του Ελληνισμού στον χώρο της Μεσογείου (Κύπρος και Αίγυπτος). Λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πολέμο, το 1938, η Ιονική αγοράζει τα 2/3 των μετοχών της Λαϊκής Τράπεζας, μιας μικρής ιδιωτικής τράπεζας που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1905.


Το 1956, ένα χρόνο πριν από την εξαγορά της, η Ιονική Τράπεζα διαθέτει, εκτός από το κεντρικό κατάστημά της στο Λονδίνο, 24 υποκαταστήματα στην Ελλάδα, 8 στην Αίγυπτο και 6 στην Κύπρο. Ενα χρόνο αργότερα, τα 8 υποκαταστήματα της Αιγύπτου ακολουθούν τη μοίρα που επεφύλαξε ο Νάσερ για όλες τις ξένες επενδύσεις στη χώρα του, ενώ τα 6 υποκαταστήματα της Κύπρου, που ζει τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, περνούν υπό τον έλεγχο της τράπεζας Chartered Bank. Τα υποκαταστήματα της Κύπρου μεταβιβάζονται από τον έναν άγγλο τραπεζίτη στον άλλον το καλοκαίρι του 1957, όταν έχουν ήδη ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Ανδρεάδη και τον σερ Hambro. Οι διαπραγματεύσεις, που φθάνουν σε αίσιο τέλος σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αφορούν την εξαγορά του δικτύου των 24 υποκαταστημάτων της Ιονικής στην Ελλάδα καθώς και των άλλων περιουσιακών της στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας και της Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλειών «Η Ιονική».


Οι όροι της εξαγοράς φαίνεται να είναι ευνοϊκοί για τον νέο ιδιοκτήτη, δηλαδή τον Ανδρεάδη, το άστρο του οποίου έχει αρχίσει να ανατέλλει στο τραπεζικό και οικονομικό στερέωμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι άγγλοι τραπεζίτες «φεύγουν» και η Λαϊκή Τράπεζα απορροφά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Ιονικής Τράπεζας στη χώρα μας. Ετσι δημιουργείται το καλοκαίρι του 1957 μια νέα τράπεζα, η «Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα Ελλάδος ΑΕ», ο έλεγχος της οποίας ανήκει στην Εμπορική Τράπεζα, την οποία από το 1952 διευθύνει ο Ανδρεάδης.


Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, το 1975, η Ιονική Τράπεζα ακολουθεί τη «μαμά» Εμπορική στις αγκάλες του Δημοσίου. Ο Ανδρέαδης από τον Δεκέμβριο του 1975 έχει πάψει να ασκεί τη διοίκηση του τραπεζικού και βιομηχανικού συγκροτήματος που έχει ως «ναυαρχίδα» του την Εμπορική Τράπεζα, ενώ το ποσοστό του, μετά την απόφαση της τότε κυβέρνησης Καραμανλή να μην επιτρέψει τη συμμετοχή του στη μεγάλη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εμπορικής Τράπεζας, υπόκειται δραματική μείωση. Το άλλοτε αφεντικό της Εμπορικής ­ και του συγκροτήματός της ­ πέρασε στο περιθώριο των εξελίξεων και οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις όριζαν, με βάση τα δικά τους κριτήρια, τις διοικήσεις των δύο τραπεζών. Ο «γόρδιος δεσμός» που ξεκίνησε από τον Ανδρεάδη έγινε πολύ πιο κραταιός τα 23 χρόνια που πέρασαν από τη στιγμή που το Δημόσιο έθεσε υπό τον έλεγχό του το συγκρότημα της Εμπορικής Τράπεζας. Σήμερα η κυβέρνηση Σημίτη έχει μπροστά της ένα μεγάλο στοίχημα: να γίνει Μεγαλέξαντρος και να κόψει μια και έξω τον γόρδιο δεσμό.