Αγοραπωλησίες ακινήτων, αλλαγή καταστατικού ή αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών, οι συναλλαγές των μη κερδοσκοπικών οργανισμών, οι συναλλαγές για τυχερά παίγνια άνω των 2.000 ευρώ όπως και συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών με μετρητά άνω των 10.000 ευρώ για αγορά πολύτιμών λίθων, σκαφών αναψυχής αλλά και αυτοκινήτων μπαίνουν στο στόχαστρο των Αρχών ως ύποπτες για πιθανόν ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Η λίστα με τις ύποπτες συναλλαγές αλλά και οι υποχρεώσεις που έχουν τα υπουργεία, δημόσιοι φορείς, επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα να αναφέρουν στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες καθορίζονται σε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή, προκειμένου να ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία σχετική κοινοτική Οδηγία.

Στο άρθρο 9 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι ειδικά για τις αγοραπωλησίες ακινήτων οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων συγκεντρώνουν στοιχεία και έγγραφα, εντοπίζουν περιπτώσεις που είναι ύποπτες για ξέπλυμα χρήματος και προχωρούν σε έλεγχο του πόθεν έσχες των αγοραστών ακινήτων. Για όσους προκύπτουν στοιχεία ή υπάρχουν βάσιμες υποψίες για παράνομες συναλλαγές θα ξεκινάει αμέσως ενδελεχής έλεγχος.

Όσον αφορά στις συναλλαγές με μετρητά άνω των 10.000 ευρώ που αφορούν αγορές αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής, πολύτιμων λίθων, αντικών, χαλιών (πάνω από 8.000 ευρώ) προβλέπεται ότι οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές υποχρεούνται να τις γνωστοποιούν στην αρμόδια Αρχή. Πρακτικά η ισχύουσα νομοθεσία απαγορεύει κάθε συναλλαγή με μετρητά άνω των 500 ευρώ μεταξύ ιδιωτών και επιχειρήσεων. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο να γίνονται πληρωμές με μετρητά για υψηλότερα ποσά και σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει η υποχρέωση καταγγελίας.
Στο κατάλογο των προσώπων που υποχρεούνται να καταγγέλλουν ύποπτες συναλλαγές προστίθενται και οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οι εταιρίες επενδυτικής διαμεσολάβησης και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

Με άλλες διατάξεις του νομοσχεδίου προβλέπεται η δημιουργία:

1. Ειδικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων, από τις εταιρικές οντότητες που έχουν έδρα στην Ελλάδα για τους πελάτες τους . Η μη τήρηση του εν λόγω μητρώου, επιφέρει διοικητικές κυρώσεις όπως η αναστολή έκδοσης φορολογικής ενημερότητας των υπόχρεων νομικών προσώπων και οντοτήτων και η επιβολή σε αυτούς, με απόφαση της αρμόδιας Αρχής, προστίμου ύψους 10.000 ευρώ με πρόβλεψη προθεσμίας για τη συμμόρφωσή τους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή υποτροπής, το πρόστιμο διπλασιάζεται. Το πρόστιμο αυτό αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού.

2. Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων, στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), το οποίο συνδέεται ηλεκτρονικά με το ΑΦΜ κάθε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας. Το Μητρώο αυτό μπορεί να συνδέεται τόσο με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, στο οποίο είναι καταχωρισμένο το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα, όσο και με τα Αποθετήρια Τίτλων.
3. Ειδικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων Καταπιστευμάτων από τους καταπιστευματοδόχους.

Επίσης, προβλέπεται:

· υποχρέωση αποχής προσώπων από τη διενέργεια συναλλαγών για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι σχετίζονται με προϊόντα εγκληματικών δραστηριοτήτων ή συνδέονται με τη χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
· απαλλαγή από την επιβολή χρηματικού προστίμου (ισχύει η ποινή της τρίμηνης, κατ’ ελάχιστο όριο, φυλάκισης) για τα υπόχρεα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία παραβαίνουν τις διατάξεις απαγόρευσης γνωστοποίησης σε εμπλεκόμενους πελάτες ή τρίτους σχετικών στοιχείων και πληροφοριών.
· υποχρέωση τήρησης μητρώου για τις πληρωμές απόδοσης κερδών ανά παίκτη για τα υπόχρεα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων.
· απαγόρευση η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τα υπόχρεα πρόσωπα για σκοπούς που δεν συνάδουν με αυτούς του υπό ψήφιση σχεδίου νόμου.
· επανακαθορισμός του πλαισίου συνεργασίας αναφορικά με την ανταλλαγή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης μεταξύ της Αρχής και των άλλων αρμόδιων αρχών (ΑΑΔΕ, ΣΔΟΕ, κ.λπ.).
· συγκρότηση και λειτουργία από τα υπόχρεα πρόσωπα, ανεξάρτητης υπηρεσίας ελέγχους για την εξακρίβωση της εφαρμογής των εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών που εφαρμόζονται από αυτά. Επίσης, προβλέπεται η θέσπιση εσωτερικής διαδικασίας για τις καταγγελίες από τους εργαζόμενους μέσω ανώνυμου και ανεξάρτητου διαύλου, παραβάσεων διατάξεων του υπό ψήφιση νόμου από τα υπόχρεα πρόσωπα.
· αναπροσαρμογή των διοικητικών κυρώσεων που δύναται να επιβληθούν, με τη μορφή προστίμων, στα υπόχρεα φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά παράβαση διατάξεων του υπό ψήφιση νόμου. Συγκεκριμένα:
Παράλληλα, καταργείται το κατώτατο ύψος των επιβαλλόμενων προστίμων που δύναται να επιβληθεί στα νομικά πρόσωπα ή οντότητες ενώ το ανώτατο ύψος αυτών, ανάλογα με το είδος της παράβασης, δύναται να ανέλθει έως 1.000.000 ευρώ για τα υπόχρεα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ή οντότητες (για τα φυσικά πρόσωπα μπορεί να είναι ίσο και με το διπλάσιο του τυχόν οφέλους που απεκόμισε ο παραβάτης από την παράβαση) και έως μέχρι 5.000.000 ευρώ αν το υπόχρεο πρόσωπο είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός (σήμερα τα πρόστιμα αυτά κυμαίνονται από 10.000 έως 1.000.000 ευρώ για τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα και σε περίπτωση υποτροπής από 50.000 έως 2.000.000 ευρώ, ενώ δεν υπάρχει ξεχωριστή αναφορά για τα πρόστιμα σε πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και από 5.000 έως 50.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής από 10.000 έως 100.000 ευρώ για τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα).
Τέλος, ορίζεται σε έως 1.000.000 ευρώ το χρηματικό πρόστιμο που δύναται να επιβληθεί σε βάρος μελών διοικητικού συμβουλίου, του διευθύνοντος συμβούλου και λοιπών υπαλλήλων του νομικού προσώπου ή της οντότητας (σήμερα το επιβαλλόμενο πρόστιμο κυμαίνεται από 5.000 έως 50.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής από 10.000 έως 100.000 ευρώ).