Στο Eurogroup στις 21 Ιουνίου αναμένεται το πράσινο φως για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά το θέμα είναι αν η λύση θα ικανοποιεί τις αγορές. Διαφορετικά οι επενδυτές θα συνεχίσουν να αναζητούν μεγαλύτερο premium κινδύνου και η χώρα θα παραμείνει στη γωνία. Οι αγορές σήμερα είναι επιφυλακτικές, καθώς τα σενάρια που θέλουν τη λύση να καλύπτει χρηματοδοτικά τις ανάγκες, ώστε να μη χρειαστεί η Ελλάδα να αντλήσει σημαντικά ποσά από τις αγορές τα επόμενα πέντε χρόνια, προβληματίζει, την ώρα που και ο ρόλος του ΔΝΤ θα υποβιβαστεί σε αυτόν του «τεχνικού συμβούλου».
Με τον τρόπο αυτόν όμως, «σπρώχνοντας το τενεκεδάκι παρακάτω», το πρόβλημα μετατίθεται στο μέλλον. Από την άλλη, οι εταίροι υπολογίζουν πως μέσα σε αυτή την 5ετία η χώρα θα επανακτήσει την αξιολόγηση «επενδυτικού βαθμού» που θα της εξασφαλίζει πιο εύκολα πρόσβαση τις αγορές.

Εκρηκτική πορεία

Για το ΔΝΤ, εξάλλου, το πρόβλημα για το ελληνικό χρέος αρχίζει μετά το 2030, καθώς όταν το χρέος αναχρηματοδοτείται με επιτόκια μεγαλύτερα από αυτά που ισχύουν σήμερα (το επιτόκιο του Ταμείου Διάσωσης είναι σήμερα κάτω του 1%, την ώρα που οι αγορές μάς δανείζουν για 10 χρόνια με 4,65%) τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν. Οπως εξηγούν οι οικονομολόγοι, όσο αναχρηματοδοτείται «φθηνό χρέος» με «ακριβό χρέος» τόσο η πορεία του χρέους γίνεται εκρηκτική.
Η JP Morgan εκτιμά ότι τα μέτρα που θα επιλεγούν θα διατηρούν χαμηλά τις χρηματοδοτικές ανάγκες ακόμη και μέχρι το 2023. Αναμένει ένα ενισχυμένο cash buffer από 15 έως 25 δισ. ευρώ, τη μερική επαναγορά των χρεολυσίων του ΔΝΤ και της ΕΚΤ έως το 2023 (περίπου 20 δισ. ευρώ) και κάποιας μορφής ελάφρυνση χρέους μέσω της επιμήκυνσης των δανείων του EFSF.
Μια τέτοια «καθαρή έξοδος» θα οδηγήσει σε απώλεια του waiver από την ΕΚΤ, καθιστώντας έτσι τα ελληνικά ομόλογα μη επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα και επίσης το QE.

«Βρώμικη» έξοδος

Χωρίς την επέκταση ωριμάσεων πάνω από 15 έτη και πρόσθετες περιόδους χάριτος άνω των 10 ετών, το ελληνικό χρέος, σύμφωνα με την JP Morgan, δεν θα είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα, ενώ η λύση που επιλέγεται θα διασφαλίζει απλώς την περιορισμένη αλλά αυξανόμενη πρόσβαση στις αγορές για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Ετσι, η «καθαρή» έξοδος της Ελλάδας με ενισχυμένη εποπτεία για τουλάχιστον 18-24 μήνες (ώστε να καλύψει κάθε νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές), με τακτικές αξιολογήσεις τέσσερις φορές τον χρόνο και με μέτρια ελάφρυνση χρέους στην ουσία παραπέμπει σε χαρακτηριστικά μιας «βρώμικης» εξόδου.
Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται βέβαια σε μεγάλο βαθμό από τη βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής. Τα «δίδυμα ελλείμματα» στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό πεδίο έχουν εξαφανιστεί, όμως οι δημοσιονομικές ανισορροπίες έχουν μεταφερθεί στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Η ελληνική οικονομία, αντί να εκτοξευτεί σαν ελατήριο μετά τη μεγάλη πτώση κατά 26% του ΑΕΠ στην κρίση, δείχνει να σταθεροποιείται σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης 1,5%-2% τα επόμενα χρόνια.
Κλειδί για την επόμενη μέρα είναι οι επενδύσεις, οι οποίες σήμερα αποτελούν μόλις το 30% της περιόδου 2001-2009, με αποτέλεσμα το επενδυτικό κενό να ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, όπως και οι εξαγωγές, αν και χρειάζεται μια πιο ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ