Η υψηλή εποχικότητα παραμένει κυρίαρχο διαρθρωτικό πρόβλημα για τον ελληνικό τουρισμό, παρότι τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποια μικρά βήματα για την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, κυρίως στους δημοφιλείς προορισμούς της χώρας.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι πάνω από το 75% των συνολικών διανυκτερεύσεων στην Ελλάδα εξακολουθούν να πραγματοποιούνται κατά την περίοδο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου έναντι 60% για τους ανταγωνιστικούς προορισμούς.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η ετήσια πληρότητα των ελληνικών ξενοδοχείων, συμπεριλαμβανομένων των μηνών που τα ξενοδοχεία παραμένουν κλειστά, να περιορίζεται μόλις στο 27%, έναντι 40% για τους ανταγωνιστές Ισπανία, Γαλλία, Τουρκία, Κύπρο κ.λπ.

Αυξήσεις τιμών

Παράλληλα, λόγω της υψηλής εποχικότητας, η απόδοση των τουριστικών υποδομών με όρους λειτουργικής κερδοφορίας ανά μονάδα παγίων εμφανίζεται κατά 8% χαμηλότερη έναντι των ανταγωνιστών (παρά τη στήριξη της κερδοφορίας από τις υψηλές τιμές των καλοκαιρινών μηνών).
Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στους νησιωτικούς προορισμούς, που καλύπτουν τα 3/4 των διανυκτερεύσεων των ξένων τουριστών. Στους προορισμούς αυτούς η εποχικότητα ξεπερνά το 80%, δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος όγκος των διανυκτερεύσεων εξυπηρετείται τους 4 μήνες της υψηλής ζήτησης. Η αντίστοιχη εποχικότητα στους αστικούς προορισμούς ανέρχεται στο 50%.
Ετσι, τα ελληνικά ξενοδοχεία για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες της έντονης εποχικότητας καταφεύγουν σε σημαντικές αυξήσεις τιμών στο διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου. Ειδικότερα, οι τιμές στο «καυτό» δίμηνο της υψηλής τουριστικής περιόδου αυξάνονται κατά 60% στα νησιά και κατά 23% στους αστικούς προορισμούς, σε σχέση πάντα με την περίοδο χαμηλής ζήτησης.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα συνολικά οι τιμές των ελληνικών ξενοδοχείων για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο να είναι τουλάχιστον κατά 12% υψηλότερες έναντι των ανταγωνιστών, όταν κατά τους υπόλοιπους μήνες είναι χαμηλότερες κατά περίπου 15%.
Οπως τονίζεται στη μελέτη της Εθνικής, εάν διευρυνόταν η τουριστική περίοδος στα πρότυπα των άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών και παράλληλα ενισχυόταν η ποιοτική σύνθεση των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα, οι τουριστικές εισπράξεις του 2017 θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 5 δισ. ευρώ (+40%). Εκτιμάται δε ότι από το σύνολο των 5 δισ. ευρώ, τουλάχιστον τα 2,5 δισ. ευρώ θα είχαν κατευθυνθεί στα ξενοδοχεία.

Οι ποιοτικοί τουρίστες

Σε ό,τι αφορά το μείγμα των τουριστών από το εξωτερικό, η μελέτη διαπιστώνει ότι η βελτίωση της ποιότητας στα προσφερόμενα καταλύματα-υποδομές δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των ξένων επισκεπτών. Αυτό αποδίδεται σε δύο λόγους:
n Tο μερίδιο των τουριστών από χώρες υψηλής δαπάνης (Β. Αμερική, Αυστραλία, Δ. Ευρώπη) σταδιακά περιορίζεται, λόγω της κατακόρυφης αύξησης των τουριστικών ροών από χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, των οποίων το μερίδιο το 2016 άγγιξε το 11%, από 4% το 2005. Σε αυτό συνέβαλαν κυρίως η βελτίωση των σχετικών οδικών υποδομών (συνοριακοί σταθμοί και Εγνατία Οδός) και η άνοδος του κατά κεφαλήν εισοδήματος των χωρών αυτών.
n Την τελευταία εξαετία η Ελλάδα έχει αυξήσει στο 8% το μερίδιο προσέλκυσης τουριστών από τη μεσογειακή αγορά, κερδίζοντας όμως επισκέπτες από προορισμούς χαμηλής τουριστικής δαπάνης (κυρίως από χώρες της Β. Αφρικής και την Τουρκία).
Σύμφωνα με τη μελέτη, η επιδείνωση της ποιοτικής σύνθεσης των τουριστικών ροών βασίστηκε σε δείγμα 200 μικρομεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων, οι οποίες στο διάστημα 2008-2016 διαπίστωσαν μείωση του μεριδίου των τουριστών υψηλού εισοδήματος (από 27% το 2008 σε 23% το 2016).

Οι μεμονωμένοι

Επίσης, η μελέτη διαπιστώνει αύξηση των ροών των μεμονωμένων τουριστών στη χώρα μας, οι οποίοι διπλασιάστηκαν στο διάστημα 2008-2016. Αντίθετα, οι κρατήσεις μέσω των τουριστικών γραφείων μειώθηκαν κατά 20%, με τη συνολική συνεισφορά των πρακτορείων στις αφίξεις να μειώνεται στο 25% το 2016, από 43% το 2008. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται σημαντική, δεδομένου ότι οι μεμονωμένες κρατήσεις είναι πιο προσοδοφόρες. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες των μεμονωμένων επισκεπτών ανά διανυκτέρευση είναι υψηλότερες κατά 8%. Αντίθετα, το 2016 οι δαπάνες των τουριστών που ταξίδεψαν μέσω κάποιου πρακτορείου υστερούσαν κατά περίπου 20%.
Σημειώνεται ότι τα ξενοδοχεία των οποίων οι πληρότητες βασίζονται σε μεμονωμένους τουρίστες (πλέον καλύπτουν το 45% των διανυκτερεύσεων ξένων τουριστών), την περίοδο 2013-2015 εμφάνισαν αύξηση τιμών κατά 23%.
Ως αποτέλεσμα αυτής της ανόδου, κατά την τελευταία τριετία οι τιμές στα ελληνικά ξενοδοχεία για την περίοδο της υψηλής ζήτησης (Ιούλιος – Αύγουστος) ήταν υψηλότερες κατά περίπου 25% έναντι των βασικών ανταγωνιστικών μεσογειακών προορισμών.
Πάντως, δεδομένου ότι τα οργανωμένα ταξίδια διαρκούν κατά μέσο όρο 10 ημέρες, έναντι 3 ημερών για τους μεμονωμένους τουρίστες, το 2016 οι επισκέπτες που ταξίδεψαν μέσω πρακτορείων κάλυψαν το 50% των εισπράξεων των ξενοδοχείων (από 75% το 2008).

Απαιτούνται επενδύσεις 22 δισ. σε μονάδες και υποδομές

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επιπλέον απαιτούμενες επενδύσεις για την υλοποίηση της στρατηγικής επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου μέσα στα ερχόμενα 3-5 χρόνια υπολογίζονται σωρευτικά σε περίπου 6 δισ. ευρώ σε ξενοδοχεία και σε 16 δισ. ευρώ σε λοιπές τουριστικές υποδομές. Οπως τονίζεται, οι αναβαθμισμένες υποδομές θα προσελκύσουν υψηλότερου εισοδήματος τουρίστες και θα λειτουργήσουν ενισχυτικά στις τιμές των ξενοδοχείων και την ευρύτερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Οι νέες υποδομές θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε ορίζοντα πενταετίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι ετήσιες τουριστικές επενδύσεις θα επιστρέψουν στα προ της κρίσης επίπεδα.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις λοιπές τουριστικές υποδομές, επενδύσεις απαιτούνται κυρίως στους οδικούς άξονες, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων κ.λπ. Βάσει του Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Τουρισμού (WEF), η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σήμερα κοντά στον μέσο όρο των βασικών ανταγωνιστών, έχοντας πλεονέκτημα στα φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά σημαντική υστέρηση στις υποδομές.
Επιπλέον, η σημασία των υποδομών για τις τουριστικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναγνωρίζεται ως βασικός παράγοντας που επιδρά στη λειτουργία τους (61% ως ευκαιρία και 55% ως εμπόδιο).
Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας, το μερίδιο των επενδύσεων σε τουριστικές υποδομές (εκτός ξενοδοχείων) θα πρέπει να αυξηθεί κατά 3,3 δισ. ευρώ ετησίως, ανεβάζοντας το συνολικό ποσό των ετήσιων επενδύσεων στον τουρισμό στα 4,5 δισ. ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ