Χαμηλώνουν οι προσδοκίες για το περιεχόμενο της αύξησης του κατώτατου μισθού που καλλιεργεί η κυβέρνηση ως αφήγημα για τη μεταμνημονιακή εποχή καθώς οι δεσμεύσεις της χώρας είναι αυστηρές και τα περιθώρια για «αξιόλογη αύξηση μισθών» περιορισμένα.
Το κυβερνητικό αφήγημα –εφόσον τελικώς επιτευχθεί –θα περιλαμβάνει εξαιρετικά χαμηλό ποσό αύξησης, το οποίο χρονικά δεν πρόκειται να δοθεί εντός του 2019, αλλά στις αρχές του επόμενου έτους.
Η κυβέρνηση, που θα λάβει την τελική απόφαση σύμφωνα με το νέο νομικό καθεστώς διαμόρφωσης των κατώτατων αμοιβών, έχει συμφωνήσει με τους δανειστές, οι οποίοι όμως θεωρούν ότι θα πρέπει να αποφευχθούν οι «υπερβολές». Για τον λόγο αυτόν οι τελευταίες δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού κυρίας Εφης Αχτσιόγλου αναφέρονται σε «προσεκτική αύξηση», όταν οι πρώτες δηλώσεις διαβεβαίωναν ότι μετά τη λήξη του Μνημονίου θα υπάρξει «σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού».
Οι αισιόδοξοι της κυβέρνησης ομιλούν για αύξηση που μετά βίας θα φθάνει τα 20 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι απαισιόδοξοι υπενθυμίζουν ότι υπάρχει σε ισχύ μνημονιακή δέσμευση –από το 2012 –που αναφέρει ότι «οι κατώτατοι μισθοί θα αναπροσαρμοστούν όταν η ανεργία μειωθεί στο 10%». Σήμερα το ποσοστό της ανεργίας κυμαίνεται άνω του 20%.
Αλλωστε, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού θα την εισηγηθεί στην υπουργό Εργασίας επιτροπή εμπειρογνωμόνων, η οποία θα εξετάσει «τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας για ανάπτυξη και παραγωγικότητα, αλλά και τα ποσοστά της ανεργίας και της αύξησης της απασχόλησης».

«Γκρίζο» αφήγημα

Με δεδομένα όλα αυτά, το κυβερνητικό αφήγημα για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μετά την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο και το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής εμφανίζεται μάλλον «γκρίζο» και υπεραισιόδοξο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ προσφάτως άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση και στις δηλώσεις στελεχών της για τα εργασιακά, υπογραμμίζοντας ότι «αυτά που θα συμβούν μετά τον Αύγουστο θα είναι «καρικατούρα» συλλογικών συμβάσεων και κατώτατου μισθού».
Οι θεσμοί «φοβούνται» μονομερείς ενέργειες της κυβέρνησης, οι οποίες –για προεκλογικούς λόγους –θα ανατρέψουν την εύθραυστη οικονομική κατάσταση της χώρας. Αφήνουν «ανοιχτό» ένα παράθυρο για αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά «σε βάθος χρόνου» και υπό την προϋπόθεση σύνδεσης με την παραγωγικότητα και την αύξηση της απασχόλησης.
Προς την κατεύθυνση της συγκράτησης και της θέσπισης δικλίδων ασφαλείας για την επαναφορά των «παγωμένων» διατάξεων για μισθούς και συμβάσεις συνηγορεί και ο ΟΟΣΑ στην τελευταία του έκθεση.

Αυτοσυγκράτηση

Ο Οργανισμός τάσσεται μεν υπέρ της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων στο προσκήνιο της αγοράς εργασίας, θέτει όμως συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορεί να επεκτείνεται μια κλαδική σύμβαση και κυρίως προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούν οι επιχειρήσεις να τις παρακάμπτουν.
Εκτιμά ότιη νομοθετημένη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού θέτει σε κίνδυνο μελλοντικές προσαρμογές εάν αυτέςδεν στηρίζουν την ανάπτυξη της απασχόλησης αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων.
Ειδικά για το θέμα των κλαδικών συμβάσεων και τη δυνατότητα επέκτασής τους, ο Οργανισμός προτείνει την εφαρμογή κλαδικών συμβάσεων υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ανάλογα με τοείδος της επιχείρησης, κυρίως στις μικρές επιχειρήσεις που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία.
Σχολιάζοντας την έκθεση ο δικηγόρος – εργατολόγος κ. Γιάννης Καρούζος εκφράζει τον προβληματισμό του για τις προτάσεις που αφορούν τον κατώτατο μισθό. Επισημαίνει πως η έκθεση δέχεται ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, ωστόσο οριοθετεί το ύψος των επερχόμενων αυξήσεων σημειώνοντας ότι «οι μελλοντικές αναπροσαρμογές θα πρέπει να στηρίζουν την ανάπτυξη της απασχόλησης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ