Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η διαμόρφωση του νέου προεκλογικού αφηγήματος της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους. Στο θέμα αυτό δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, μετά το ναυάγιο των προσδοκιών που είχαν δημιουργήσει κυβερνητικά στελέχη για την αναστολή ή τη μη εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις από τον Ιανουάριο του 2019.
Το θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού καλλιεργεί εδώ και μήνες η υπουργός Εργασίας κυρία Εφη Αχτσιόγλου, μιλώντας για «σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού» παρουσιάζοντας ως «πρότυπο την περίπτωση της Πορτογαλίας». Ωστόσο, η «σταδιακή αύξηση μετά τη λήξη του Μνημονίου» έγινε «προσεκτική εξέταση της αύξησης του επιπέδου του κατώτατου μισθού», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο λεγόμενο «ολιστικό σχέδιο για την ανάπτυξη» της κυβέρνησης.
Πάντως, η σημασία και η πολιτική βαρύτητα που αποδίδει η κυβέρνηση στο θέμα αυτό, με στόχο τη διαμόρφωση της «προεκλογικής της ρητορικής» –όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές –φάνηκαν κατά την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για τη μεταμνημονιακή εποχή. Στη διάρκεια της συζήτησης ο πρωθυπουργός κ. Αλ. Τσίπρας έκανε εκτενή αναφορά στο θέμα αυτό μιλώντας για αυξήσεις μισθών που θα ξεκινήσουν από τον κατώτατο μισθό.
Στο κυβερνητικό σχέδιο γίνονται αναφορές στην ανάγκη για ένα νέο επίπεδο μισθών που θα καθοριστεί «μέσω του πρόσφατα βελτιωμένου συστήματος» για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, για τον οποίο –όπως αναφέρεται –«απαιτείται εκτεταμένη εκτίμηση των επιπτώσεων». Γεγονός που σημαίνει ότι οι προσδοκίες για το ύψος της αύξησης θα πρέπει να είναι περιορισμένες.

Το «παράθυρο»

Η κυβέρνηση στη φάση αυτή δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη την ενόχληση των θεσμών για την πρόθεσή της να προχωρήσει σε αυξήσεις μισθών. Οι θεσμοί φαίνεται να διαφωνούν ακόμη και με τις περιορισμένες και υπό το στενό ελεγχόμενο πλαίσιο της υφιστάμενης νομοθεσίας αυξήσεις. Κι αυτό γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη και «φοβούνται» μονομερείς ενέργειες της κυβέρνησης οι οποίες ενδέχεται –για προεκλογικούς λόγους –να ανατρέψουν την εύθραυστη οικονομική κατάσταση της χώρας.
Αφήνουν, ωστόσο, «ανοιχτό» ένα παράθυρο για αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά «σε βάθος χρόνου» και υπό την προϋπόθεση σύνδεσης με την παραγωγικότητα και την αύξηση της απασχόλησης.
Πάντως, η κυβέρνηση στο ολιστικό σχέδιο για την ανάπτυξη αναφέρει ότι οι όποιες αλλαγές επέλθουν στο ύψος του κατώτατου μισθού, θα λάβουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, καθώς και το ποσοστό της συνολικής ανεργίας, της ανεργίας των νέων και τα ισχύοντα μισθολογικά επίπεδα.
Το «βελτιωμένο σύστημα» για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού –όπως αναφέρεται στο ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης –αφορά νόμο που ψηφίστηκε το 2013, ο οποίος ουσιαστικά αφαίρεσε τη δυνατότητα διαμόρφωσης των κατώτατων αποδοχών από τους κοινωνικούς εταίρους.
Την τελική ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού με τη νέα διαδικασία έχει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, ο οποίος το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου κάθε έτους θα καταθέτει πρόταση νόμου με το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το επόμενο έτος.

Οι συμβάσεις

Στο σκέλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων η κυβέρνηση σημειώνει ότι με την ολοκλήρωση του Μνημονίου θα αποκατασταθούν οι αρχές της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Τη βεβαιότητα αυτή επανέλαβε η υπουργός Εργασίας μιλώντας στην εκδήλωση για τα 100 χρόνια της ΓΣΕΕ.
Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι επήλθε συμφωνία με τους θεσμούς για τη διαμόρφωση μηχανισμού μέτρησης της αντιπροσωπευτικότητας σε κλαδικό επίπεδο, προκειμένου να ισχύσει η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων.
«Από τον ερχόμενο Αύγουστο οι κλαδικές συμβάσεις θα επεκτείνονται σε ολόκληρο τον κλάδο εφόσον οι επιχειρήσεις που υπογράφουν τη συλλογική σύμβαση απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου, μέγεθος το οποίο θα πιστοποιείται μέσω της αξιοποίησης των στοιχείων του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ»» σημείωσε η κυρία Αχτσιόγλου. Ομοίως θα επεκτείνονται και οι διαιτητικές αποφάσεις που ισοδυναμούν με κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Η υπουργός θεωρεί βέβαιη και την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, δηλαδή να υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο ρύθμιση στις περιπτώσεις συρροής συλλογικών συμβάσεων.
Τέλος, ενστάσεις στην επαναφορά των διατάξεων που πάγωσαν κατά την περίοδο της κρίσης και αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας διατυπώνει ο ΣΕΒ, σε αντίθεση με τη ΓΣΕΕ, αλλά και τις εργοδοτικές οργανώσεις ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ, που συνηγορούν υπέρ της επαναφοράς των βασικών αρχών των συμβάσεων.
Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι η μη εφαρμογή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων και το πάγωμα της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης λειτούργησαν και λειτουργούν ευεργετικά για τις επιχειρήσεις και την απασχόληση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ