ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ τροφίμων, για να σταθεί κανείς κατ’ αρχήν σε έναν μεγάλο κλάδο που επηρεάζει σημαντικά τον πληθωρισμό και «ευθύνεται» ανάλογα για την άλλοτε πτωτική και άλλοτε ανοδική πορεία του, η αμοιβή της εργασίας, των ανθρώπων δηλαδή που παράγουν τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, δεν φαίνεται να ξεπερνά το 10% του κόστους παραγωγής και πώλησης των προϊόντων από τις βιομηχανίες. Ετσι τουλάχιστον επέμενε σε μια μελέτη του ο οικονομικός ερευνητής κ. Ι. Καζάκος πριν από λίγους μήνες, σε εκδήλωση που οργάνωσαν από κοινού το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ) και το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), διευκρινίζοντας παράλληλα ότι τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτουν από έρευνες που δεν έχουν λάβει πλήρως υπόψη τον εκσυγχρονισμό των τελευταίων ετών.


Η «ενοχοποίηση» του κόστους εργασίας για την άνοδο των τιμών, χωρίς καν να εξετάζεται και να αποτιμάται η επίδραση που σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων έχει η ­ κατά πολύ υψηλότερη ­ αμοιβή του κεφαλαίου, όχι σπάνια αποτελεί το επιστέγασμα αναλύσεων που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι αποφασιστικής ή και πρωταρχικής σημασίας η συγκράτηση του κόστους εργασίας για τη συγκράτηση του πληθωρισμού.


Σε ό,τι αφορά τα εγχωρίως παραγόμενα βιομηχανικά προϊόντα, η αλήθεια, έστω και αν τεκμηριώνεται σε στοιχεία μερικώς ξεπερασμένα, σύμφωνα με 20 ερευνητές και μελετητές που συνεργάζονται με το ΙΟΒΕ είναι ότι το κόστος εργασίας συμμετέχει όλο και λιγότερο στην Ακαθάριστη Αξία της Παραγωγής (ΑΑΠ), όπως οι οικονομολόγοι «μετρούν» το μερίδιο του κόστους εργασίας. Δοθέντος του εκσυγχρονισμού του παραγωγικού δυναμικού και των μεθόδων παραγωγής, το κόστος εργασίας ως ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής των προϊόντων έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και ιδίως μετά το 1992, στο οποίο στηρίζονται, με βάση σχετικά στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), διάφορες έρευνες. Εκείνο που έχει όμως σημαντικό «κόστος» είναι η μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδος του κόστους εργασίας στην Ελλάδα, λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού βεβαίως, σε σχέση με άλλες ­ και μάλιστα ανταγωνίστριες ­ ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που οδηγεί τελικά σε απώλεια ανταγωνιστικότητας στον βαθμό που δεν μειώνεται το συνολικό κόστος υπό την επίδραση «εσωτερικών βελτιώσεων» των επιχειρήσεων.


Ως κλάδος έντασης πρώτων υλών η βιομηχανία τροφίμων δεν έχει να περιμένει πάρα πολλά από τη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων των εργαζομένων για να ελπίζει ότι θα αποσοβήσει μια πιθανή μείωση της ζήτησης των προϊόντων της στην εγχώρια αγορά, ανάλογη ίσως εκείνης του έτους 1986, του πρώτου δηλαδή μετά την υποτίμηση του 1985, που είχε παρατηρηθεί μείωση της βιομηχανικής παραγωγής τροφίμων κατά 9% αλλά μικρή βελτίωση της κερδοφορίας. Τα οφέλη θα έλθουν μόνο από ταχύτερη εξαγωγική επέκταση ή και «εξουδετέρωση» εισαγόμενων προϊόντων.


Αν το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη βιομηχανία τροφίμων αυξηθεί π.χ. 5%, η επίδραση στην τιμή των προϊόντων από την εξέλιξη αυτή, κατά μέσο όρο φυσικά, οδηγεί αυτόματα σε αύξηση των τιμών των προϊόντων, σε σταθερούς όρους, κατά 0,5% ­ με τη διαφορά βεβαίως ότι «πέρασαν οι καιροί» που ο πληθωρισμός βρισκόταν ακόμη σε υψηλά επίπεδα και μπορούσαμε να λέμε «μόνο» 0,5% ή «μόνο» 1%, 2% ή και «μόνο» 3%, τη στιγμή που άλλες, μικρές και μεγάλες, ανταγωνίστριες χώρες έχουν προ πολλού ανάλογο ετήσιο πληθωρισμό.


Ερευνες οικονομολόγων που «ενσωματώθηκαν» σε μελέτη του ΙΟΒΕ, έκδοσης 1997, που έγινε με την επιμέλεια των κκ. Β. Πατσουρομάτη και Π. Ροσόλυμου και στηρίχθηκε για το θέμα αυτό σε στοιχεία της ΕΣΥΕ για τα έτη 1992 και 1994, ενισχύει την υπόθεση ότι μεγάλοι «εργασιοβόροι» κλάδοι, όπως αυτός της κλωστοϋφαντουργίας ή εκείνος των ενδυμάτων, κλάδοι δηλαδή εξαγωγικοί που έχουν δεχθεί σημαντικά πλήγματα τα τελευταία χρόνια, επηρεάζονται καίρια από την εξέλιξη του κόστους εργασίας. Σύμφωνα με τον κ. Γ. Παπαγιαννίδη, ειδικά η πλεκτοβιομηχανία πλήττεται καίρια, αφού το κόστος εργασίας συμμετέχει με 20% ή και περισσότερο στο κόστος παραγωγής, ενώ στην κλωστοϋφαντουργία, ως σύνολο, το αντίστοιχο ποσοστό είναι της τάξης του 15%. Στη βιομηχανία υποδημάτων, σύμφωνα με τον κ. Δ. Καραμπίνη, το κόστος εργασίας «ευθύνεται» για το 19% του συνολικού κόστους ­ συνυπολογιζομένης, πάντα, της αμοιβής του κεφαλαίου που ενσωματώνεται στις τιμές. Στη βιομηχανία ενδυμάτων το αντίστοιχο ποσοστό, σύμφωνα με τον κ. Ξ. Καζαμπάκα, ξεπερνά το 20%, πράγμα που σημαίνει ότι μια αύξηση του κόστους εργασίας κατά… 10% θα μπορούσε να επιβαρύνει σημαντικά τις τιμές, αν δεν συνοδευόταν βεβαίως είτε από μείωση του κόστους των πρώτων και βοηθητικών υλών, άλλων δαπανών ή και της αμοιβής του κεφαλαίου.


Η συμμετοχή του κόστους εργασίας στα βιομηχανικά προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας ανέρχεται σε 16% όταν πρόκειται για προϊόντα χάρτου σύμφωνα με τον κ. Ρ. Αντζελ, περιορίζεται κατά τον κ. Καραμπίνη σε περίπου 11% για προϊόντα δέρματος, ξεπερνά το 16% κατά τον κ. Κ. Καλλωνιάτη όταν πρόκειται για προϊόντα από πλαστικό, σύμφωνα με την κυρία Θ. Μελίσσα είναι κάτω από 14% για τα προϊόντα καπνού και αυξάνεται σύμφωνα με τον κ. Καλλωνιάτη σε 22% όταν πρόκειται για έπιπλα, αν και το αντίστοιχο ποσοστό, σύμφωνα με τον κ. Ν. Μπέση, είναι «μόνο» 18% όταν το αντικείμενο παραγωγής είναι προϊόντα ξυλείας.


Οταν το ζητούμενο είναι η παραγωγή χημικών προϊόντων, το κόστος εργασίας «απορροφά» το 17,5% κατά τον κ. Α. Κουβέλη αλλά αν η παραγωγή αφορά ειδικότερα τα παράγωγα πετρελαίου, σύμφωνα τον κ. Κ. Μάχο, τότε η αμοιβή της εργασίας περιορίζεται, λόγω του ότι ο συγκεκριμένος κλάδος είναι υψηλής εντάσεως κεφαλαίου, σε «μόλις» 4%. Αν η βιομηχανία δεν παράγει αυτά τα προϊόντα αλλά παράγει προϊόντα από μη μεταλλικά ορυκτά, σύμφωνα με τον κ. Ι. Γιάνναρο, το κόστος εργασίας θα είναι της τάξης του 18% του συνολικού κόστους, ενώ αν παράγει μεταφορικά μέσα το αντίστοιχο μερίδιο, σύμφωνα με τον κ. Α. Τορτοπίδη, θα είναι περίπου 39%. Αν, αντί για όλα αυτά, η βιομηχανία παράγει βασικά μεταλλουργικά προϊόντα ­ όπως αλουμίνιο ή σίδηρο ­, η αναλογία πιθανότατα, σύμφωνα με τον κ. Α. Τορτοπίδη, περιορίζεται σε 11%., ενώ ανέρχεται σε 17%, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, αν η βιομηχανία παράγει τελικά μεταλλικά προϊόντα. Αν η παραγωγή αφορά μηχανές και συσκευές, εκτός των ηλεκτρικών, το μερίδιο της εργασίας θα είναι, σύμφωνα με τις κυρίες Ζ. Βεντούρα και Ζ. Φραγκούλη, 23%, ενώ αν πρόκειται για ηλεκτρικές μηχανές και συσκευές θα είναι 14%, σύμφωνα με τον κ. Γ. Πολυχρονόπουλο.


Ισως δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα μερικές εκτιμήσεις ερευνητών του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με τις οποίες στο σύνολο της Ελληνικής Βιομηχανίας η αμοιβή της εργασίας μπορεί να «καλύπτει» γύρω στο 15% του συνολικού κόστους, καθώς οι πρώτες και βοηθητικές ύλες, η ενέργεια και λοιπά αναλώσιμα «απορροφούν» το 63% και η αμοιβή του κεφαλαίου, που «εμπεριέχεται» σε κέρδη, αποσβέσεις, έξοδα διάδοσης των προϊόντων και χρηματοοικονομικές δαπάνες, υπολογίζεται ότι υπερβαίνει το 22%. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αύξηση του κόστους εργασίας κατά 4% θα μπορούσε να σημαίνει, κατά μέσο όρο, αν διατηρούνταν αναλλοίωτα τα «μερίδια» των άλλων δαπανών και συντελεστών του κόστους, ότι οι τιμές των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων θα αυξάνονταν εξ αυτού του λόγου κατά 0,6%. Προφανώς από άλλους κλάδους της οικονομίας, πολύ πιο «εργασιοβόρους» από τη βιομηχανία, μπορεί να συγκρατηθεί περισσότερο ο πληθωρισμός, αν η αύξηση της αμοιβής της εργασίας κινηθεί τελικά σε χαμηλά επίπεδα εν ονόματι του πληθωρισμού…