Τα τελευταία τρία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες ενός ιδιαίτερα σημαντικού φαινομένου, αυτού της συγχώνευσης μεγάλων τραπεζών στις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης, που αλλάζει ταχύτατα τον υπάρχοντα τραπεζικό χάρτη: στη Βρετανία η Lloyds συγχωνεύθηκε με την TSB, στην Ολλανδία η ΑΒΝ με την AMRO, στην Ελβετία η UBS συγχωνεύθηκε με τη Swiss Bank Corporation, στη Γερμανία η Bayerische με την Hypotheken Bank, η ολλανδική ING συγχωνεύεται με τη βελγική Banque Bruxelles Lambert, ενώ στο Βέλγιο η Kredietbank πρόκειται να συγχωνευθεί με την τράπεζα των αγροτικών συνεταιρισμών CERA.


Ολες αυτές οι συγχωνεύσεις είναι μέρος μιας ευρύτερης ανακατάταξης που αλλάζει τη μορφή του χρηματοπιστωτικού τομέα σε όλη την Ευρώπη, με στόχο την ενίσχυση και τη μείωση του λειτουργικού κόστους των τραπεζών ώστε να αντιμετωπίσουν καλύτερα τον ανταγωνισμό με τον ερχομό της ΟΝΕ και του ευρώ. Οι τράπεζες στην Ευρώπη θα αντιμετωπίσουν μια σειρά από προκλήσεις και αλλαγές που θα έχουν μεγάλο κόστος και θα δημιουργήσουν ανταγωνιστικές πιέσεις στις σχετικά μικρές και αυτόνομες τράπεζες. Ως αποτέλεσμα αυτού, η τράπεζα του μέλλοντος στην Ενωμένη Ευρώπη φαίνεται ότι θα είναι μεγάλη και ισχυρή για να εκμεταλλεύεται συνέργειες (μείωση κόστους – cross selling) και να μπορέσει να αντέξει στον ανταγωνισμό. Θα πρέπει όμως να είναι επίσης εξειδικευμένη και ευέλικτη, μέσα από την τεχνογνωσία και μέσα από μια πελατοκεντρική και αποκεντρωμένη δομή, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα μειονεκτήματα του όγκου και να δίνεται η καλύτερη εξυπηρέτηση στις αγορές όπου απευθύνεται. Η διάσταση του μεγέθους συναρτάται και με την ύπαρξη ισχυρού ομίλου θυγατρικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ασφαλειών, του χρηματιστηρίου, των αμοιβαίων κεφαλαίων, του factoring, του leasing κλπ. Η προοπτική αυτή στηρίζεται στη διαμορφωμένη πλέον στρατηγική των μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων (Universal Bank), οι οποίοι παρέχουν όλα τα δυνητικά προϊόντα και υπηρεσίες (financial supermarket) και εκμεταλλεύονται όλες τις συνέργειες είτε σε επίπεδο πωλήσεων είτε στη μείωση του κόστους μέσω οικονομιών κλίμακος. Στην ίδια κατεύθυνση επιδιώκεται και η στενή συνεργασία τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών, μέσα στον ίδιο χρηματοοικονομικό όμιλο (τραπεζοασφάλειες).


Ενα βασικό θέμα για τις τράπεζες, για τον προσδιορισμό της στρατηγικής τους, είναι όμως η συγκεκριμένη επίδραση της ΟΝΕ και του ευρώ στα χρηματοοικονομικά προϊόντα και τις υπηρεσίες. Την επίδραση αυτή μπορούμε να τη διαπιστώσουμε και στις δύο βασικές αγορές: σε αυτή των επιχειρήσεων, των θεσμικών και των κεφαλαιαγορών (wholesale) και σε αυτή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ιδιωτών (retail).


Η εφαρμογή του ευρώ θα επιδράσει πρώτα στις κεφαλαιαγορές. Ενώ μάλιστα θεωρητικά η μεταβατική περίοδος είναι από τον Ιανουάριο του 1999 ως το 2002, στην πράξη η μετάβαση θα συμβεί συντομότερα. Για παράδειγμα, από το 1999 τα νέα κρατικά ομόλογα των χωρών της πρώτης φάσης της ΟΝΕ θα είναι σε ευρώ, τα υπάρχοντα θα μετατραπούν ομοίως και το ίδιο θα συμβεί με τα εταιρικά ομόλογα των μεγάλων επιχειρήσεων. Ετσι η αγορά και για τους επενδυτές και για τους εκδότες ομολογιακών δανείων θα μετατραπεί από διασυνοριακή σε εσωτερική και η έμφαση θα μετατοπισθεί από τον νομισματικό κίνδυνο στην καλή διαχείριση πιστωτικού κινδύνου.


Η διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων (asset management) θα μετατοπισθεί από το εθνικό στο πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η εξάλειψη του νομισματικού κινδύνου θα έχει αποτέλεσμα την προσπάθεια για επίτευξη καλύτερων αποδόσεων μέσα σε όλη τη ζώνη της ΟΝΕ, χωρίς περιορισμό συνόρων. Σήμερα, για παράδειγμα, μόνο 5% των γαλλικών και γερμανικών αμοιβαίων κεφαλαίων είναι επενδεδυμένο εκτός της χώρας του. Στη στροφή αυτή σημαντικό παράγοντα θα αποτελέσουν τα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία θα απελευθερωθούν σταδιακά από περιοριστικούς όρους για τη χώρα επένδυσης.


Στις αγορές ιδιωτών, επειδή η μετατροπή σε ενιαίο νόμισμα θα αρχίσει από το 2002, η επίδραση θα αργήσει αλλά τελικά θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις. Σύμφωνα με μελέτες το 18% του κόστους της μετατροπής θα συνδέεται με κεφαλαιαγορές, ενώ το 27% με τη retail αγορά (χαρτονομίσματα, ΑΤΜ, κάρτες και υπηρεσίες). Το υπόλοιπο θα είναι κόστος σχετικό με δάνεια, καταθέσεις και υπηρεσίες πληρωμών.


Οι επερχόμενες αλλαγές στον χώρο του retail banking είναι όμως θεαματικές. Κάποιες από αυτές είναι:


* Η δημιουργία νέων καναλιών διανομής που θα μειώσει τη σημασία των τραπεζικών καταστημάτων. Ως τέτοια μπορούν να αναφερθούν τα ΑΤΜ σε σουπερμάρκετ, τα κιόσκια και το Internet.


* Ο ανταγωνισμός από μη τραπεζικά ιδρύματα, όπως πολυκαταστήματα λιανικής, σουπερμάρκετ, ταχυδρομεία, που χρησιμοποιούν την ισχύ του δικτύου τους ή άλλους οργανισμούς που χρησιμοποιούν την αξιοπιστία του ονόματός τους για την προώθηση προϊόντων, όπως καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, ασφάλειες κλπ. Τέτοια παραδείγματα είναι η Marks & Spencer και η Virgin Direct, ενώ στην Ελλάδα είναι τα σουπερμάρκετ στην πώληση πιστωτικών καρτών με δικό τους brand name (π.χ. Dynamic Visa από Μαρινόπουλο και Alpha Τράπεζα Πίστεως).


* Η δημιουργία θυγατρικών direct marketing οι οποίες έχουν τη δυνατότητα κάτω από το όνομα της τράπεζας αλλά και κάτω από διαφορετικό ακόμη όνομα να προωθούν συγκεκριμένα προϊόντα σε βάση χαμηλού λειτουργικού κόστους και καλού service (π.χ. καταναλωτικά, στεγαστικά δάνεια). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η First Direct Bank, θυγατρική της Midland, η οποία με κατάλληλη διαφημιστική προβολή και καλό service έχει προσελκύσει σοβαρό μερίδιο αγοράς, χωρίς να χρησιμοποιεί το όνομα Midland.


* Η δημιουργία πανευρωπαϊκών προϊόντων (brands) τα οποία θα μπορούν να πωληθούν σε βάση χαμηλού κόστους και θα έχουν τη δύναμη που δίνει η πανευρωπαϊκή τους αναφορά. Μερικά τέτοια προϊόντα ήδη υπάρχουν, όπως η Visa, η Mastercard, η Diners.


Συμπερασματικά οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να προετοιμασθούν για την αντιμετώπιση των επερχόμενων αλλαγών. Αυτό απαιτεί επαναπροσδιορισμό δραστηριοτήτων, λειτουργιών και δομών, κάτι που αυτή τη στιγμή συμβαίνει στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς των χωρών που θα ενταχθούν στην πρώτη φάση της ΟΝΕ.


Στον ελληνικό χώρο «υπάρχει η πολυτέλεια» να μην προχωρούμε ακόμη σε σημαντικές συγχωνεύσεις τραπεζικών οργανισμών για λόγους όπως η μεγάλη παρουσία τραπεζών του ευρύτερου δημόσιου τομέα με το υπάρχον εργασιακό καθεστώς. Η διαδικασία αυτή είναι όμως απαραίτητο να ξεκινήσει το συντομότερο δυνατόν, πυροδοτούμενη και μέσα από ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών.


Ο κ. Δημήτρης Π. Σαντιξής είναι υποδιοικητής της Αγροτικής Τράπεζας.