«Γκριζάρει» διαρκώς το κυβερνητικό αφήγημα για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.
Παρά τις επανειλημμένες δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων για «καθαρή έξοδο» που θα διασφαλίζει αυτόνομες αποφάσεις –χωρίς την έγκριση των δανειστών –μετά τον Αύγουστο του 2018, οι πληροφορίες από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατατείνουν στην έναρξη –μετά το καλοκαίρι –μακράς περιόδου αυξημένης εποπτείας της χώρας από τους δανειστές.
Το περίγραμμα, εντός του οποίου θα κινηθεί η χώρα μετά τη λήξη της μνημονιακής περιόδου, αναμένεται να προσδιορισθεί –σε μεγάλο βαθμό –στις διαπραγματεύσεις της τέταρτης αξιολόγησης, όπως και σε αυτές για τη ρύθμιση του χρέους της χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση αναζητεί λύσεις –σε θέματα όπως η περικοπή των συντάξεων, η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επαναφορά των συμβάσεων –προκειμένου να διαμορφώσει το αφήγημα με το οποίο θα πάει στις επόμενες εκλογές.

Προσδοκίες

Πολλά στελέχη της καλλιεργούν προσδοκίες για μετάθεση των περικοπών στις συντάξεις, αλλά και για αυξήσεις στους μισθούς που θα δρομολογηθούν μετά τον Αύγουστο.
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευ. Τσακαλώτος πήρε αποστάσεις από τα κυβερνητικά σενάρια για αναβολή της περικοπής των συντάξεων που έχει προγραμματισθεί για τον Ιανουάριο του 2019.
Την ίδια ώρα η υπουργός Εργασίας κυρία Εφη Αχτσιόγλου μιλώντας στην ΕΡΤ σημείωνε ότι «η συγκεκριμένη προσαρμογή –για εμάς –δεν είναι αναγκαία» και πως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος «θα τεθεί το θέμα εκ νέου».
Οι προσδοκίες που καλλιεργούνται σε εργαζομένους και συνταξιούχους από την πλευρά της κυβέρνησης γίνονται φανερές αν σημειωθούν δηλώσεις που αφορούν τα βασικά ζητήματα μισθών, συμβάσεων και συντάξεων και τα όσα θα ακολουθήσουν μετά την λήξη του Μνημονίου.

«Τον Αύγουστο η εξάρτηση τελειώνει»
σημειώνει η υπουργός Εργασίας και εκτιμά ότι μετά «δεν θα τελεί υπό την έγκριση των δανειστών η όποια κυβερνητική απόφαση».
Ακολούθως μιλάει για «δρομολόγηση» αυξήσεων στον κατώτατο μισθό –σταδιακά όπως στην Πορτογαλία –χωρίς να προσδιορίζει ούτε το ύψος της αύξησης ούτε τον χρόνο εφαρμογής του. Παραδέχεται ότι η διαδικασία είναι «χρονοβόρα», αλλά υπόσχεται ότι «μπορούμε να την κάνουμε ευκολότερη και συντομότερη».

Αντιδράσεις

Παράλληλα θεωρεί βέβαιη την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών συμβάσεων, δηλαδή της αρχής της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων και την αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης στην περίπτωση συρροής συμβάσεων.
Τα θέματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η εξέλιξη του κατώτατου μισθού περιλαμβάνονται στο τελικό κείμενο του «ολιστικού αναπτυξιακού σχεδίου» της κυβέρνησης, που ήδη έχει ήδη σταλεί στους θεσμούς.
Ομως, σύμφωνα με πληροφορίες, οι πρώτες αντιδράσεις και ενστάσεις των δανειστών που έχουν γίνει γνωστές στην κυβέρνηση αφορούν τα εργασιακά, και ειδικότερα τις παγωμένες διατάξεις της μετενέργειας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, αλλά και τις κυβερνητικές προθέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού.
Οι θεσμοί «φοβούνται» μονομερείς ενέργειες της κυβέρνησης οι οποίες –για προεκλογικούς λόγους –θα ανατρέψουν την εύθραυστη οικονομική κατάσταση της χώρας. Αφήνουν «ανοιχτό» ένα παράθυρο για αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά «σε βάθος χρόνου» και υπό την προϋπόθεση σύνδεσης με την παραγωγικότητα και την αύξηση της απασχόλησης.

«Ο δρόμος για την αύξηση του κατώτατου είναι μακρύς»
σχολιάζει ο δικηγόρος-εργατολόγος κ. Γ. Καρούζος αναφερόμενος στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία. Ο κ. Καρούζος εκτιμά ότι οι αναφορές της έκθεσης απομακρύνουν την υλοποίηση των κυβερνητικών υποσχέσεων τόσο για τον κατώτατο μισθό όσο και για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Πάντως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το νέο καθεστώς με το οποίο καθορίζεται –πλέον –ο κατώτατος μισθός είναι χρονοβόρο και πολύπλοκο. Εφαρμόζεται για πρώτη φορά και προβλέπει πως ο κατώτατος μισθός ορίζεται πλέον από την κυβέρνηση ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων και δυνατοτήτων της οικονομίας και της απασχόλησης (ύψος ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης).
Την τελική ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού, με τη νέα διαδικασία, έχει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, ο οποίος το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου κάθε έτους θα καταθέτει πρόταση νόμου με το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το επόμενο έτος. Θα έχει προηγηθεί διαβούλευση μεταξύ εργοδοτών, εργαζομένων, αλλά και επιστημονικών φορέων και θα έχει συνταχθεί σχετικό πόρισμα με προτάσεις, οι οποίες ωστόσο δεν θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για την τελική απόφαση του υπουργού Εργασίας.

Η αδήλωτη εργασία

Την επόμενη εβδομάδα το υπουργείο Εργασίας θα φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο με το οποίο αλλάζει άρδην η «αρχιτεκτονική» του προστίμου για την αδήλωτη εργασία.
Σύμφωνα με την υπουργό κυρία Αχτσιόγλου, η μέχρι τώρα λογική του μέτρου «ήταν εισπρακτική και τιμωρητική» για τον εργοδότη που παραβίαζε τη νομοθεσία. Το υπουργείο εισηγείται την αλλαγή του προστίμου ώστε να επικρατήσει μία λογική δικαιοσύνης προς τον εργαζόμενο που ήταν αδήλωτος. Δηλαδή το πρόστιμο θα μειώνεται σημαντικά, εφόσον μεσολαβήσει πρόσληψη του εργαζομένου.
Από 10.500 ευρώ που είναι σήμερα, θα μειώνεται στις 7.000 ευρώ αν γίνει τρίμηνη πρόσληψη, στις 5.000 ευρώ αν ο εργοδότης προχωρήσει σε εξάμηνη πρόσληψη και στις 3.000 ευρώ αν γίνει ετήσια πρόσληψη.
«Σε κάθε περίπτωση», τόνισε, ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει ένσημα τριών μηνών, ενώ το πρόστιμο θα διπλασιάζεται εφόσον υπάρξει υποτροπή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ