Στη Γερμανία τις υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις τις πετυχαίνουν τα συνδικάτα των εργαζομένων όχι τα προεκλογικά έτη αλλά τα μετεκλογικά. Το συνδικάτο των δημοσίων υπαλλήλων Verdi (το δεύτερο σε αριθμό μελών μετά το IG Metall των μεταλλουργών) ζητούσε από τη νεοσύστατη κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών αυξήσεις 6% με άμεση ισχύ της διάταξης. Κέρδισαν αυξήσεις άνω του 7%, αλλά σε χρονικό ορίζοντα τριετίας.
Συγκεκριμένα, έπειτα από διαπραγματεύσεις με τη νέα κυβέρνηση Μέρκελ το Verdi πέτυχε για τα 2,3 εκατ. μέλη του που εργάζονται στον δημόσιο τομέα τρεις αυξήσεις μισθών: 3,2% αναδρομικά από την 1η Μαρτίου 2018, 3,1% την 1η Απριλίου 2019 και επίσης 1,1% το 2020.
«Ηταν αγχωτικές οι διαπραγματεύσεις, αλλά εγώ προσωπικά είμαι ευχαριστημένος» δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ, ο οποίος προήδρευσε στις διαπραγματεύσεις Verdi – κυβέρνησης. Ο γερμανός υπουργός είπε ότι οι αυξήσεις των αποδοχών «καθιστούν τον δημόσιο τομέα της χώρας πιο ελκυστικό». Διότι λόγω του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η Γερμανία (ξένοι υπήκοοι δεν γίνονται εύκολα δημόσιοι υπάλληλοι) σε πολλές υπηρεσίες του δημοσίου τομέα στη χώρα παρατηρείται έλλειψη προσωπικού.
Πριν από τον τρίτο και τελευταίο γύρο των συνομιλιών, που ξεκίνησε την περασμένη Κυριακή για να καταλήξει τα μεσάνυχτα της Τρίτης προς Τετάρτη σε συμφωνία, είχε προηγηθεί μία εβδομάδα προειδοποιητικών απεργιών στον δημόσιο τομέα της Γερμανίας, «κινητοποιήσεων που επέτρεψαν στα συνδικάτα να δείξουν τη δύναμή τους» γράφει η «Le Figaro».
«Ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν προς όφελος των συνδικάτων» σημειώνει η γαλλική εφημερίδα, εξηγώντας ότι προ ολίγων εβδομάδων την αρχή των επιτυχημένων για τους εργαζομένους διαπραγματεύσεων έκανε το IG Metall, εξασφαλίζοντας για τους εργαζομένους στη βαριά βιομηχανία άμεσες αυξήσεις μισθών 4,3% και επίσης το δικαίωμα να διαμορφώνουν από κοινού με την εργοδοσία το ωράριο εργασίας τους.
Η «Le Figaro» προσθέτει ότι τα συνδικάτα και τις επιδιώξεις τους ευνόησε και η γενικότερη οικονομική συγκυρία στη Γερμανία, που χαρακτηρίζεται από υψηλή ανάπτυξη (2,2% το 2017) και γεμάτα δημόσια ταμεία (38 δισ. ευρώ πλεόνασμα του προϋπολογισμού την περασμένη χρονιά).
«Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν δύσκολο το κράτος να μην κάνει μια χειρονομία προς τους εργαζομένους» γράφει η εφημερίδα. Κι ας μεσολαβούν κάποιες εβδομάδες μόνο από τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης έπειτα από τις εκλογές του περασμένου φθινοπώρου.
Σημειωτέον ότι η χορήγηση μισθολογικών αυξήσεων στη Γερμανία αποτελούσε ευχή πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (κυρίως των υπερχρεωμένων χωρών του Νότου), καθώς θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα, άρα και την κατανάλωση των Γερμανών, θα συμβάλει στη μείωση του τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος της χώρας και θα περιορίσει τη ροή κεφαλαίων από την περιφέρεια προς τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης.
Οσο για το ποιο κόμμα θα εκμεταλλευόταν ευκολότερα από πολιτικής απόψεως τις θετικές για τους εργαζομένους μισθολογικές αυξήσεις, θα ήταν μάλλον πρόωρο να υποθέσει κανείς ότι αυτό θα ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό.
Οχι τόσο επειδή ο Ζεεχόφερ, που προήδρευσε στις διαπραγματεύσεις, ανήκει στη βαυαρική Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU), που αποτελεί παραδοσιακά τον (ακρο)δεξιό βραχίονα της συμμαχίας με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU), όσο επειδή, ιστορικά, κάθε συμμετοχή των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών σε κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού (με CDU/CSU δηλαδή) καταλήγει σε εκλογικό όλεθρο για αυτούς.

HeliosPlus