Τους σοβαρούς κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, αν δεν προχωρήσει σε συγκεκριμένα βήμα, περιέγραψε ο Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του σε εκδήλωση του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics με τίτλο: «Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας» που έγινε στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε ξανά σε κάποια μορφή στήριξης που πρέπει να ζητήσει η κυβέρνηση ώστε να εξέλθει ομαλά στις αγορές ενώ είπε ότι η ανάπτυξη το 2018 θα φτάσει το 2%, υπό την αίρεση εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων.

Συγκεκριμένα ανέφερε: «Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα, με το ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται σε 2,0% το 2018, ενώ αναμένεται περαιτέρω επιτάχυνση το 2019. Οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους:

-Οι εσωτερικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, καθώς και με μεγαλύτερη του αναμενόμενου υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της υπερβολικής φορολόγησης.

-Υπάρχουν επίσης εξωτερικοί κίνδυνοι για την πρόβλεψη, οι οποίοι συνδέονται, μεταξύ άλλων, με ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών, λόγω των διαταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, των εντάσεων στις αγορές συναλλάγματος και της αύξησης του προστατευτισμού παγκοσμίως, την πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης καθώς και με ενδεχόμενη αποτυχία στις συνομιλίες για τους όρους αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Για την επόμενη ημέρα μετά το τέλος του προγράμματος σημείωσε πως κύριο μέλημα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων επιδεινωθούν. Όπως πρόσθεσε σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμη τόσο η δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά και η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε ότι η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos). Θα μειώσει όμως και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, διότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά στις πράξεις αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης», είτε στην κανονική χρονική περίοδο ή στην περίοδο επανεπένδυσης (reinvestment period).