Στο ευπώλητο βιβλίο του ο συνεργάτης του γαλλικού «Monde» Μαρκ Ρος υποστηρίζει ότι η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο. Αν κάτι τέτοιο ισχύει όντως, η κορυφαία επενδυτική τράπεζα –όπως και οι άλλες της Wall Street –θα πρέπει να αρχίσει να ανησυχεί: την εξουσία της απειλούν η Apple, η Google και οι άλλες μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες. Διότι η ρευστότητα των εταιρειών αυτών είναι τόσο μεγάλη που τους επιτρέπει να λειτουργούν πλέον ως επενδυτικές τράπεζες.

«Σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων οι εξαιρετικά κερδοφόροι τεχνολογικοί κολοσσοί εκμεταλλευόμενοι την υψηλή αξιολόγησή τους εκδίδουν χρέος με πολύ χαμηλό επιτόκιο και στη συνέχεια αγοράζουν ομόλογα άλλων εταιρειών με υψηλότερες αποδόσεις, καταλήγουν δηλαδή να λειτουργούν όπως η JP Morgan και η Godlman Sachs»
γράφει στους «Financial Times» η Ρανά Φορουχάρ επικαλούμενη στέλεχος του Γραφείου Οικονομικών Ερευνών της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed). Λαμβάνουν, δηλαδή, οι τεχνολογικές εταιρείες δεσπόζουσα θέση σε δημόσιες προσφορές, όπως οι ανάδοχοι τραπεζικοί οργανισμοί.

Ανεξέλεγκτο περιβάλλον

Υπάρχει κάτι το ανησυχητικό σε αυτό; Υπάρχουν πολλά, κατά τη συντάκτρια των «FT». Πρώτον, οι τεχνολογικές εταιρείες λειτουργούν μεν ως τράπεζες, αλλά μέσα σε ένα απολύτως αρρύθμιστο και ανεξέλεγκτο περιβάλλον. Ετσι, είναι από δύσκολο έως αδύνατο να διαπιστώσει κανείς τι ακριβώς χρέος αγοράζουν και σε ποιες ποσότητες. Αρα ουδείς μπορεί να προβλέψει ή να προλάβει ενδεχόμενες παρενέργειες που μπορεί να έχουν για την αγορά οι τοποθετήσεις των νέων αυτών «συστημικά πολύ σημαντικών θεσμικών παικτών».
Ο οικονομολόγος της Credit Suisse Ζόλταν Πόζαρ σε ανάλυση για τους νέους… ανταγωνιστές της ελβετικής τράπεζας υπολογίζει ότι τα κεφαλαιακά διαθέσιμα που έχουν οι μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις σε υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους φθάνουν το 1 τρισ. δολάρια. Το 10% των μεγαλύτερων και πλουσιότερων εταιρειών, όπως η Apple, η Microsoft, η Cisco ή η Oracle, ελέγχουν περίπου το 80% των κεφαλαίων αυτών. Τα διαθέσιμά τους εκτινάχθηκαν από τα 100 δισ. δολάρια το 2008, στα 700 δισ. δολάρια το 2016. Τα περισσότερα από τα κεφάλαια αυτά διακρατούνται υπό τη μορφή όχι ρευστού, αλλά ομολόγων. Και περίπου το ήμισυ των χαρτοφυλακίων τους σε χρέος αφορούν ομόλογα εταιρικά.

Η οικονομία

Τι μπορεί να σημάνει για τη διεθνή κοινότητα αυτό το τεράστιο χαρτοφυλάκιο σε εταιρικά ομόλογα, που αποτελεί άλλωστε και τη βασική αιτία της διαφιλονικούμενης φορολογικής μεταρρύθμισης του Ντόναλντ Τραμπ και των Ρεπουμπλικανών, που οραματίζονται επαναπατρισμούς κεφαλαίων; Πολλά. Κατ’ αρχάς για να επαναπατριστούν τα κεφάλαια αυτά θα πρέπει να ρευστοποιηθούν τα ομόλογα. Κάτι που θα ανεβάσει τα επιτόκια ταχύτερα από το σκοπούμενο φρενάροντας, ενδεχομένως, την οικονομία.
Δεύτερον, οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία θα είναι μηδαμινές. Τα οικονομικά επιτελεία των επιχειρήσεων δεν κρύβουν ότι τα επαναπατρισθέντα κεφάλαια θα χρησιμοποιούνται για εξαγορές και συγχωνεύσεις, για τη διανομή μερισμάτων και για αγορές ιδίων μετοχών. Οχι για τη δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής και για μισθολογικές αυξήσεις.

«Βρισκόμαστε στα τελευταία στάδια του ανοδικού οικονομικού κύκλου. Τα επόμενα χρόνια ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί. Το χάσμα μεταξύ Wall Street και πραγματικής οικονομίας θα διευρυνθεί. Και η φορολογική μεταρρύθμιση των Ρεπουμπλικανών θα ανοίξει περισσότερο την ψαλίδα. Επιπλέον, σε ένα περιβάλλον προστατευτισμού και αντιμεταναστευτικής πολιτικής η διαδικασία αυτή θα κάνει τον κόσμο ακόμα πιο επιφυλακτικό απέναντι στην παγκοσμιοποίηση»
σημειώνει ο Πόζαρ στην ανάλυσή του. Και καταλήγει: «Αν ο κόσμος συνεχίσει να έχει την εντύπωση ότι η παγκοσμιοποίηση βλάπτει τον απλό πολίτη, ο λαϊκισμός θα θεριέψει ακόμα περισσότερο».
Αξίζει το επιμύθιο των «FT»: «Τη φορά αυτή ο στόχος της οργής των ψηφοφόρων δεν θα είναι οι μεγάλες τράπεζες. Θα είναι οι μεγάλες και πλούσιες επιχειρήσεις. Οπως οι Ρότσιλντ όταν απέκτησαν πολύ χρήμα μετατράπηκαν από έμποροι σε τραπεζίτες, έτσι και οι μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως του τεχνολογικού κλάδου, έχουν μετατραπεί σε μείζονα οικονομικά εργαλεία της εποχής μας. Ας ελπίσουμε ότι οι μάνατζερ των εταιρειών αυτών προβληματίζονται για τις παρενέργειες της εξέλιξης αυτής».

$185.000 το «μέσο» μπόνους στη Wall Street

Στα προ κρίσεως επίπεδα έφθασαν πέρυσι τα περιβόητα μπόνους που χορήγησαν στα στελέχη τους οι επενδυτικές τράπεζες και οι μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρείες της Wall Street. Ενώ το 2016 το μπόνους που έλαβε κατά μέσον όρο ένας τραπεζίτης αυξήθηκε κατά 15% συγκριτικά με το 2015 και έφθασε στα 157.660 δολάρια, το 2017 η αύξηση ήταν 17% και έφθασε στα 184.220 δολάρια.

Ετσι, αν τα μπόνους που θα εισπράξουν στο τέλος της εφετινής χρονιάς οι νεοϋορκέζοι τραπεζίτες είναι αυξημένα μόλις κατά 3,9% συγκριτικά με τα περυσινά, τότε θα καταρριφθεί το ρεκόρ των 191.360 δολαρίων που είχαν ενθυλακώσει κατά μέσον όρο τα golden boys το αλησμόνητο για τη Wall Street έτος 2006.

Πέρυσι, άλλωστε, η δεξαμενή των μπόνους αυξήθηκε κατά 17% στη μητρόπολη του τραπεζικού και χρηματιστηριακού καπιταλισμού και έφθασε στα 31,4 δισ. δολάρια, πλησιάζοντας αρκετά τα επίπεδα-ρεκόρ των 33-34 δισ. δολαρίων που είχαν καταγραφεί τα έτη 2006 και 2007, λίγο προτού δηλαδή καταρρεύσει η Lehman Brothers και ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Τα στοιχεία αυτά ανακοίνωσαν την περασμένη Δευτέρα οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

Κινητήρια δύναμη για τις τράπεζες της Wall Street ήταν πέρυσι η αύξηση της αξίας των συμφωνιών εξαγορών και συγχωνεύσεων κατά 22% συγκριτικά με το 2016, που έφθασε στα 39 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Thomson Reuters. Επίσης αυξήθηκαν κατά 14%, στα 29 δισ. δολάρια, τα έσοδα που είχαν από τις εκδόσεις χρέους – παρά τον ανταγωνισμό από τις τεχνολογικές εταιρείες, που επηρέασαν πάντως αισθητά τις αγοραπωλησίες ομολόγων.

Ειδικοί επισημαίνουν ως έναν από τους λόγους αύξησης των μπόνους την ανανέωση της Wall Street σε ανθρώπινο δυναμικό. Οι τράπεζες προσλαμβάνουν νέα στελέχη που συνήθως πληρώνονται περισσότερο με μετρητά παρά με μετοχές. Μεγάλη δραστηριότητα παρατηρήθηκε, τέλος, στον τομέα της μόχλευσης των δανείων – πρόκειται για μια αγορά με τζίρο 940 δισ. δολ. «Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για κάθε τύπο… χαρτιού» δήλωσε στο Bloomberg ο Τζόρνταν Σαπίρο της νεοϋορκέζικης εταιρείας ερευνών Bachrach Group.

«Η μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας των εταιρειών της Wall Street την τελευταία διετία δείχνει ότι ο κλάδος μπορεί να ευημερήσει παρά τις ρυθμίσεις και τα μέτρα προστασίας του καταναλωτή που έχουν τεθεί σε εφαρμογή μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση» δήλωσε ο πολιτειακός ελεγκτής της Νέας Υόρκης Τόμας Ντινάπολι. «Οταν η Wall Street πηγαίνει καλά, ολόκληρη η πόλη και η Πολιτεία επωφελούνται» πρόσθεσε ο ελεγκτής. Μία στις 10 θέσεις εργασίας στη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον χρηματοοικονομικό κλάδο, εξηγεί το Bloomberg.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ