Ο «λόγος» ποιότητα / τιμή τείνει να αποτελεί και τον κύριο «λόγο» της σκληρότητας και της «πρόκλησης – απειλής» του παγκόσμιου ανταγωνισμού.


Τόσο όμως η ποιότητα όσο και το κόστος μπορεί να διαβαστούν και αλλιώς, να αναλυθούν περισσότερο για να διαπιστώσουμε: ότι η παγκοσμιότητα δεν μπορεί να αφορά μόνο την οικονομία αλλά και την κοινωνία ­ ότι η παγκοσμιότητα δεν εξυπηρετεί απλώς τις απαιτήσεις του πελάτη αλλά ότι κατευθύνεται από τις ανάγκες του πολίτη.


Πρόσφατα η κορυφαία αμερικανική πολυεθνική εταιρεία αθλητικών ειδών με έδρα τις ΗΠΑ αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τέσσερις (4) μονάδες παραγωγής στην Ασία. Αιτία γι’ αυτό ήταν η κατακραυγή των πελατών της και η δυσφήμησή της, καθώς στις παραγωγικές μονάδες απασχολούνταν ανήλικοι και οι συνθήκες εργασίας και αμοιβών ήταν απαράδεκτες.


Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με την υπάρχουσα νέα διάσταση και δυναμική στην εφαρμογή των αρχών της ποιότητας και ενισχύει το ότι η ποιότητα πέρα από την τεχνοοικονομική διάσταση έχει και διαστάσεις ηθικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές.


Τα σημερινά μοντέλα διοίκησης ολικής ποιότητας «βλέπουν» την επιχείρηση ή τον οργανισμό ως σύστημα που έχει κάποιες εισροές, που είναι η ηγεσία, η στρατηγική και πολιτική, ο τρόπος διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού και οι οικονομικοί πόροι που μέσω κάποιων διαδικασιών παράγουν προϊόντα ή υπηρεσίες που έχουν στόχο την ικανοποίηση ομάδων, δηλαδή των πελατών, των εργαζομένων, των μετόχων και της κοινωνίας στο σύνολό της.


Η ισορροπία της ικανοποίησης των κοινωνικών ομάδων είναι προφανές ότι εξαρτάται από τη δύναμη που ασκεί η κάθε ομάδα, ενώ το σημείο ισορροπίας αποτελεί τη συνισταμένη των δυνάμεών τους.


Ετσι η πολυεθνική που κατασκεύαζε αθλητικά είδη στην Ασία, κάτω από την πίεση της ικανοποίησης των κοινωνικών αντιλήψεων των καταναλωτών, στράφηκε σε μέτρα που τη θίγουν μεν οικονομικά αλλά που αν δεν τα έπαιρνε πιθανό να οδηγούνταν στην καταστροφή από το μποϊκοτάζ των καταναλωτών.


Καθοριστικός βέβαια παράγοντας, που επηρέασε τη λήψη αποφάσεων της εταιρείας, αποτέλεσε η ύπαρξη ισχυρού καταναλωτικού κινήματος στην έδρα και μεγαλύτερη αγορά της συγκεκριμένης πολυεθνικής των ΗΠΑ.


Αυτό μπορεί να συμβεί σε οικονομίες και κοινωνίες όπου πλέον η ποιότητα αναγνωρίζεται από την κοινωνία και την πολιτεία ως καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στο μικροεπίπεδο, και των εθνικών οικονομιών στο μακροεπίπεδο.


Μια από τις κύριες διαφορές προοδευτικής και συντηρητικής πολιτικής προκύπτει από τους στόχους της ανάπτυξης. Πολλοί αντιλαμβάνονται την ανάπτυξη μόνο ως αύξηση του παραγωγικού δυναμικού. Ικανοποιούνται μόνο όταν αυξάνεται το εγχώριο προϊόν και όταν οι οικονομικοί δείκτες υποδηλώνουν υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης.


Η ανάπτυξη δεν είναι απλώς και μόνο θέμα ποσοτικών προσαρμογών. Αντίθετα, είναι κυρίως θέμα ποιοτικών αλλαγών. Ποιοτικές είναι οι επεμβάσεις στον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας και της επιχείρησης, στις δομές και όχι μόνο στο επίπεδο εξασφάλισης της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών.


Στο πεδίο της οικονομίας μιας χώρας οι ποιοτικές αλλαγές αναγνωρίζονται σήμερα διεθνώς ως η κορυφαία συνιστώσα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση και της οικονομίας στο σύνολό της.


Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και μεγάλος αριθμός πρόσφατων μελετών και ερευνών και από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η ΕΕ προοδεύουν με διαφορετικούς βαθμούς και διαφορετικές ταχύτητες και μάλιστα ότι η ΕΕ κινείται με βραδύτερους ρυθμούς από ό,τι η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, πράγμα που σημαίνει ότι η ΕΕ χάνει έδαφος έναντι των ανταγωνιστών της.


Διαπιστώνοντας αυτή την πραγματικότητα, η ΕΕ οδηγήθηκε στη δημιουργία πολιτικής για την ποιότητα, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο επιχειρήσεων και εθνικών οικονομιών, προκειμένου να βελτιώσει τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον.


Κορυφαία θέση σε αυτή την πολιτική έχει η κοινωνική και πολιτισμική σημασία, καθώς και ο προσδιορισμός των όρων και των περιορισμών κάτω από τους οποίους πρέπει να λειτουργούν τα μοντέλα ποιότητας και η επιδιωκόμενη ανταγωνιστικότητα, ώστε να μη μετασχηματίζονται ούτε σε εργαλεία άσκησης αθέμιτου ανταγωνισμού από τις ισχυρές χώρες ούτε να οδηγούν σε απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, για χάρη της μείωσης του κόστους.


Ποιότητα, βελτίωση επίδοσης και ανταγωνιστικότητα δεν σημαίνει εντατικοποίηση της εργασίας και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας.


Η ανταγωνιστικότητα πρέπει να βελτιώνεται μέσω νέων προηγμένων συστημάτων διαχείρισης ποιότητας και με καλύτερες και πιο δημιουργικές ιδέες σε όλο τον κύκλο παραγωγής και διάθεσης, από τον κυριότερο συντελεστή παραγωγής, που είναι ο ανθρώπινος παράγοντας.


Με αυτή την έννοια, η κοινωνία ως πελάτες / καταναλωτές μπορεί να δέχεται προϊόντα χαμηλότερου κόστους, όταν το χαμηλότερο κόστος αντικατοπτρίζει πιο έξυπνες, πιο ποιοτικές, πιο αποδοτικές μεθόδους παραγωγής.


Δεν πρέπει όμως η κοινωνία να αποδέχεται προϊόντα χαμηλότερου κόστους όταν το χαμηλότερο κόστος προέρχεται από την εκμετάλλευση ανήλικων εργατικών χεριών και από την υπεραπασχόληση σε απάνθρωπα κτίρια εργασίας, σε χώρες που έχουν δημοκρατικό ή απλώς κοινωνικό έλλειμμα.


Οι πελάτες / καταναλωτές, εξ ονόματος των οποίων το δίπτυχο ποιότητα – τιμή καθορίζει την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, είναι και πολίτες.


Οι πολίτες λοιπόν, που είναι και πελάτες / καταναλωτές, στις «Προδιαγραφές Αποδεκτής Ποιότητας» ενσωματώνουν κοινωνικές αξίες και αρχές και δεν κάνουν αποδεκτή την ποιότητα προϊόντων με χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν παραπάνω.


ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ως πελάτες / καταναλωτές μπορεί να δέχονται προϊόντα χαμηλότερου κόστους, όταν το χαμηλότερο κόστος αντικατοπτρίζει πιο έξυπνες, πιο ποιοτικές, πιο αποδοτικές μεθόδους παραγωγής.


Προς αυτή την κατεύθυνση η κοινωνία πρέπει να οδηγηθεί:


1. Μέσω του καταναλωτικού κινήματος με στόχο την ανάπτυξη καταναλωτικής συνείδησης.


2. Μέσω πολιτικών πρωτοβουλιών και συμφωνιών σε διεθνές επίπεδο με στόχο:


* Την ανάπτυξη του απαραίτητου μηχανισμού προστασίας του ανταγωνισμού και της κοινωνικής συνείδησης από προϊόντα που παράγονται σε βάση εκμετάλλευσης του ανθρώπου σε μη ανεπτυγμένες χώρες.


* Τη διασφάλιση ότι οι εθνικές πολιτικές ποιότητας δεν μετασχηματίζονται σε εργαλεία άσκησης αθέμιτου ανταγωνισμού από τις ανεπτυγμένες χώρες.


Είναι, τέλος, πλέον προφανές ότι οι πολιτικοί οργανισμοί, τα κοινωνικά κινήματα, οι οργανώσεις πολιτών έχουν ένα νέο λαμπρό πεδίο προβληματισμού και δράσης.


Οι κυβερνήσεις εκτός από παγκόσμιες συμφωνίες για ίδιους όρους για τον ανταγωνισμό πρέπει να οδηγηθούν και σε παγκόσμιες συμφωνίες για ίδιους όρους και στην εργασία.


Η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου είναι υφυπουργός Ανάπτυξης.