Σε νέο κύκλο συρρίκνωσης και μετασχηματισμού εισέρχονται οι ελληνικές τράπεζες, στοχεύοντας μέσα στα επόμενα δύο-τρία χρόνια να μειώσουν το δίκτυό τους σχεδόν στο μισό, βάζοντας «λουκέτο» σε 1.000-1.200 καταστήματα, εξέλιξη που θα οδηγήσει αναγκαστικά στην… έξοδο το 10% των εργαζομένων τους.
Η στρατηγική αυτή αποτελεί μονόδρομο για τους τέσσερις συστημικούς ομίλους, καθώς οι παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες συνεχίζουν να κινούνται στον… πάτο του βαρελιού, ενώ η ταχεία μετάβαση στην εποχή του ηλεκτρονικού χρήματος, μετά την επιβολή των capital controls, καθιστά απαραίτητη την ψηφιοποίηση των μονάδων που θα διατηρήσουν.
Τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ο κλάδος, αλλά και η υποτονική ζήτηση για δανεισμό από νοικοκυριά και επιχειρήσεις με επαρκή πιστοληπτική ικανότητα, όσο η οικονομία δεν ανακάμπτει γρηγορότερα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για σημαντική αύξηση των χρηματοδοτήσεων τα επόμενα χρόνια.

Μικρότερες ανάγκες

Παράλληλα, οι ανάγκες σε προσωπικό που απασχολείται στο κομμάτι των διαχείρισης και των εισπράξεων μη εξυπηρετούμενων δανείων θα περιοριστούν σημαντικά, με δεδομένο ότι οι τράπεζες θα διαθέσουν προς διαχείριση σε εξειδικευμένες εταιρείες ή θα ρευστοποιήσουν ως και τα μισά προβληματικά τους δάνεια.Στο πλαίσιο αυτό, έμπειρο τραπεζικό στέλεχος εκτιμά ότι, με τις σημερινές συνθήκες στην αγορά, η διατήρηση από κάθε όμιλο περισσότερων των 300-350 καταστημάτων δεν έχει νόημα. Για την προσαρμογή τους σε αυτά τα επίπεδα, θα πρέπει ως και το 2020 να κλείνουν κατά μέσο όρο σχεδόν 10 μονάδες κάθε εβδομάδα. Αναπόφευκτα, το κλείσιμο των καταστημάτων θα οδηγήσει σε αποχωρήσεις του πλεονάζοντος προσωπικού, εθελούσιες σε πρώτη φάση και αναγκαστικές στη συνέχεια, αν τα νούμερα δεν βγαίνουν αλλιώς…

Συστάσεις Στουρνάρα

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια επίσημη δέσμευση προς τις εποπτικές αρχές για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου, ωστόσο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κάλεσε την περασμένη εβδομάδα τις τραπεζικές διοικήσεις, μέσω ειδικής έκθεσής του για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, να προχωρήσουν σε επιπλέον περικοπές στα κόστη λειτουργίας τους.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι σε επίπεδο δικτύου όλες οι τράπεζες έχουν πιάσει τους στόχους που είχαν συμφωνήσει με τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που περιλαμβάνουν τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους.
Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι στο εννεάμηνο του 2017 ο δείκτης αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια σε επίπεδο χαμηλότερο έναντι του μέσου όρου των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην ΕΕ.
Μέσα σε μία τετραετία, από το 2014 ως και την περυσινή χρονιά, οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες έχουν καταφέρει να μειώσουν την παρουσία τους εντός Ελλάδος κατά 23%, κλείνοντας περισσότερα από 600 καταστήματα σε αυτό το διάστημα. Και αν τα πρώτα χρόνια η δουλειά αυτή ήταν σχετικά εύκολη, δεδομένου ότι μετά τον γύρο συγκέντρωσης που είχε προηγηθεί οι τράπεζες βρέθηκαν με δύο, τρία ή ακόμα και τέσσερα καταστήματα σε απόσταση λίγων μέτρων, πλέον η επιλογή των μονάδων που θα κατεβάσουν ρολά δεν αποτελεί και τόσο εύκολη… εξίσωση.

«Γωνιές»

Οπως εξηγεί τραπεζικό στέλεχος, για τον σχεδιασμό της περαιτέρω αναδιοργάνωσης του δικτύου τους θα ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν η ζήτηση ανά περιοχή για διαχείριση διαθεσίμων μεσαίων πορτοφολιών, αλλά και οι ανάγκες επικοινωνίας με «κόκκινους» δανειολήπτες.
Επιπλέον, θα εισαχθούν ψηφιακές ευκολίες, δίνοντας τη δυνατότητα στους πελάτες να ολοκληρώνουν τις συναλλαγές τους ηλεκτρονικά, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν στα ταμεία. Οι «γωνιές» αυτές εντός των καταστημάτων, που λειτουργούν σε πιλοτικό επίπεδο, θα χρησιμοποιηθούν και για την εκπαίδευση των συναλλασσομένων στις νέες τεχνολογικές εφαρμογές. Παράλληλα, όλα τα ΑΤΜ των τραπεζών θα αντικατασταθούν με νέα, τα οποία θα επιτρέπουν τη διενέργεια των περισσότερων συναλλαγών σε πραγματικό χρόνο 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα.

Μπόνους για οικειοθελείς αποχωρήσεις αλλά και απολύσεις

Σημαντική είναι η εξοικονόμηση κόστους που έχουν πετύχει οι τράπεζες από τις 13.000 αποχωρήσεις εργαζομένων την τελευταία τετραετία, μέσω προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου και συνταξιοδοτήσεων. Ωστόσο αυτή η προσαρμογή δεν είναι αρκετή, καθώς η μείωση του αριθμού των καταστημάτων θα συνεχιστεί.

Στα τέλη του 2017 ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων στις τέσσερις μεγάλες τράπεζες διαμορφώθηκε σε 42.200. Σε βάθος τριετίας, εκτιμάται ότι θα πρέπει να μειωθεί κάτω από τις 39.000.
Η προσαρμογή αυτή θα γίνει σε πρώτη φάση μέσω οικειοθελών αποχωρήσεων, αλλά και με «μεταγραφές» προσωπικού σε εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων.
Στη δεύτερη περίπτωση θα δοθούν σημαντικά κίνητρα, τα οποία θα έχουν τη μορφή αποζημιώσεων αλλά και ποσοστιαίων μπόνους επί των ποσών που θα ανακτώνται.

Η ζήτηση πάντως για οικειοθελείς αποχωρήσεις έχει περιοριστεί σημαντικά, καθώς έχουν φύγει ήδη πολλοί εργαζόμενοι άνω των 50 ετών από τις τράπεζες και οι νεότεροι δεν παίρνουν εύκολα την απόφαση να βγουν εκτός αγοράς εργασίας.
Αρα είναι πιθανό κάποια στιγμή να καταστούν αναγκαίες και οι ομαδικές απολύσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ