Υπέρ της ανεξαρτησίας της Τράπεζας της Ελλάδος, ως θεσμού διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της χώρας, έναντι «συμφερόντων που επιθυμούν την αποδυνάμωσή της, προς όφελος πολιτικών που αντίκειται στο καταστατικό της», τάχθηκε ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας την Τρίτη στο προσωπικό της τράπεζας, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης για την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας, ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι σε πολλές περιπτώσεις στη μακρά ιστορία της, η κεντρική τράπεζα έγινε στόχος τέτοιων συμφερόντων.
Και πρόσθεσε δηκτικά ότι «δυστυχώς τέτοιες επιθέσεις δεχθήκαμε και τη χρονιά που μας πέρασε, με αποκορύφωμα την τρομοκρατική επίθεση κατά του πρώην διοικητή Λουκά Παπαδήμου».
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε με κατηγορηματικό τρόπο ότι «παρόμοιες πρακτικές δεν μας πτοούν, καθώς εκτός των άλλων επιβεβαιώνουν και το ότι βαδίζουμε στο σωστό δρόμο, εις πείσμα όσων επιμένουν να παραβλέπουν θεσμούς, να παρεμβαίνουν στη λειτουργία τους, να αμφισβητούν τη χρησιμότητά τους ή να μην αποδέχονται τις αποφάσεις τους και τις συνέπειες που συνεπάγεται η μη συμμόρφωση σε αυτές».
Σημείωσε δε πως «στέκομαι ιδιαιτέρως στην υποχρέωση του θεσμικά ανεξάρτητου Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας να προειδοποιεί εγκαίρως και δημοσίως για ενδεχόμενους κινδύνους που μπορεί να διαταράξουν τη νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς και να λαμβάνει υπόψη στις Εκθέσεις και στις αναφορές του το μακροχρόνιο ορίζοντα και το μακροπρόθεσμο συμφέρον της ελληνικής οικονομίας».
Απευθυνόμενος στο προσωπικό της τράπεζας, είπε ότι «για εννέα δεκαετίες η Τράπεζα της Ελλάδος και τα στελέχη της υπήρξαμε θεματοφύλακες υλικών και άυλων αξιών των Ελλήνων, ο «κώδωνας του κινδύνου» για τους εκάστοτε κυβερνώντες αλλά και η πυξίδα στην οποία έστρεφαν όλοι τα βλέμματά τους όταν τα πράγματα άρχιζαν να παίρνουν το λάθος δρόμο. Παράλληλα δε, ως μέλος του Ευρωσυστήματος, λειτουργήσαμε ως άγκυρα πρόσδεσης της χώρας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια».

Τι είπε για οικονομία

Αναφερόμενος στις οικονομικές εξελίξεις, είπε ότι προς το τέλος του 2017 επιτεύχθηκε τεχνική συμφωνία (Staff Level Agreement) με τους Θεσμούς για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος και ψηφίστηκε το πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα μέτρα.
«Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής έχει θετικές επιδράσεις στην εμπιστοσύνη, τη ρευστότητα και την οικονομική δραστηριότητα. H θετική πορεία της οικονομίας αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά και σε μια σειρά από σημαντικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές εξαρτημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και οι ξένες άμεσες επενδύσεις, καθώς και σε δείκτες προσδοκιών, όπως ο δείκτης PMI στη βιομηχανία και ο δείκτης οικονομικού κλίματος» πρόσθεσε ο ίδιος.
Παράλληλα, συμπλήρωσε ότι «βελτιωμένες ήταν οι επιδόσεις και στο χρηματοπιστωτικό τομέα: οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν, η μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα επιβραδύνθηκε, ενώ και η εξάρτηση των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα περιορίστηκε σταδιακά».
Τέλος ανέφερε ότι «οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων κατέγραψαν σημαντικότατη υποχώρηση και η καμπύλη αποδόσεων εξομαλύνθηκε σε συνέπεια με τη σταδιακή βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος στη χώρα, την έκδοση νέου πενταετούς τίτλου από το Ελληνικό Δημόσιο για πρώτη φορά από το 2014, ενώ στα τέλη του έτους δόθηκε η δυνατότητα ομαδοποίησης των τίτλων που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο του PSI ώστε να αυξηθεί η ρευστότητά τους».