Φόρους και ασφαλιστικές εισφορές που φθάνουν ή και ξεπερνούν το μισό ετήσιο εισόδημά τους καλούνται να πληρώσουν οι συνεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι εμφανίζουν στην Εφορία εισοδήματα που σε ορισμένες περιπτώσεις κυμαίνονται στα όρια της φτώχειας.
Η φορολογική πολιτική που ασκείται διαχρονικά καθώς και οι αλλαγές στο Ασφαλιστικό και στις εισφορές που καλούνται να πληρώσουν επαγγελματίες, αγρότες και άλλες κατηγορίες πολιτών οδηγούν μια μεγάλη μάζα του πληθυσμού στη φτωχοποίηση, αλλά και στην εξαφάνιση της μεσαίας τάξης.
Και αυτά μόνο από την άμεση φορολογία που, κατά τους ειδικούς, θεωρείται και δίκαιη, καθώς επιβαρύνει τους πολίτες βάσει των δηλωθέντων εισοδημάτων. Αν στις επιβαρύνσεις προσθέσει κανείς και την έμμεση φορολογία, η οποία στον προϋπολογισμό του κράτους καταλαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό από την άμεση, τότε αντιλαμβάνεται ότι από αυτά που βγάζει κάποιος μένουν ελάχιστα για να επιβιώσει και όχι για να αποταμιεύσει, όπως κανονικά θα έπρεπε να ισχύει ώστε να αναπτυχθεί το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση η οικονομία.

Τι μένει στην τσέπη

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και δεν μπορεί κανείς να τους αμφισβητήσει. Ελεύθερος επαγγελματίας με πραγματικό ή τεκμαρτό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ πληρώνει σε φόρους και εισφορές 5.046 ευρώ, δηλαδή το 50,46% του ετήσιου εισοδήματός του και του μένουν για να ζήσει ή, μάλλον, για να πληρώσει και τους έμμεσους φόρους μόλις 413 ευρώ τον μήνα. Σε αυτά θα πρέπει να υπολογίσει κανείς και τον ΕΝΦΙΑ που πρέπει να καταβάλει, τα τέλη κυκλοφορίας για το ΙΧ που έχει για να μετακινείται, τα έξοδα της οικογένειάς του κ.λπ. Αν έχει να πληρώσει και δόση στεγαστικού δανείου, τότε είναι πολύ πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπος και με τους επικείμενους πλειστηριασμούς.
Από τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί και παρουσιάζει «Το Βήμα» προκύπτουν αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως, για παράδειγμα, ότι κάποιον δεν τον συμφέρει να δουλεύει και να πληρώνει στο κράτος πάνω από το 50% από εκείνα που βγάζει –και αυτό συμβαίνει έντονα σε ετήσια εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ. Και αν κάποιος πιστεύει ότι όποιος βγάζει αυτά τα εισοδήματα πρέπει να θεωρείται πλούσιος, ας ρίξει μια ματιά στην τελευταία στήλη του πίνακα που παρατίθεται για να δει τι μένει στην τσέπη και αν μπορεί να ζήσει μια τρίτεκνη ή πολύτεκνη οικογένεια όταν οι υποχρεώσεις δεν σταματούν στην άμεση φορολογία.

Αιμορραγία

Για παράδειγμα, επαγγελματίας με ετήσιο δηλωθέν εισόδημα 50.000 ευρώ επιβαρύνεται με ασφαλιστικές εισφορές 26,9% συν 120 ευρώ υπέρ ΟΑΕΔ, σύνολο 13.595 ευρώ (για το 2018 και μόνο για αυτό το έτος θα έχει μια μικρή έκπτωση 15% λόγω του ότι υπολογίζονται οι εισφορές στα μεικτά πριν από την αφαίρεση των περσινών εισφορών).
Σε αυτό το ποσό θα προστεθεί ο συνολικός φόρος που ανέρχεται σε 11.412 ευρώ (περιλαμβάνεται φόρος κλίμακας 9.670 ευρώ, τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ και εισφορά αλληλεγγύης 1.092 ευρώ). Το άθροισμα αυτών των δύο επιβαρύνσεων ανέρχεται στο ποσό των 25.007 ευρώ, όσο το 50% των εισοδημάτων του. Στην τσέπη του μηνιαίως του μένουν καθαρά 2.083 ευρώ καθαρά για να καλύψει τις ανάγκες της τρίτεκνης οικογένειάς του και να πληρώσει και όλες τις άλλες υποχρεώσεις που έχει.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι μεγάλος αριθμός φορολογουμένων, ειδικά επαγγελματιών και αγροτών, δηλώνουν εισοδήματα στο όριο του ελάχιστου εισοδήματος για επιβολή του κατώτατου ορίου ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή στο όριο των 7.000 ευρώ. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να θορυβήσει το υπουργείο Οικονομικών, γιατί, αν είναι αποτέλεσμα φοροδιαφυγής, τότε πάλι τα έσοδα του κράτους θα κληθούν να καλύψουν τα συνήθη «υποζύγια», οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, που δεν μπορούν να κρύψουν ούτε ένα ευρώ. Η συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών θα επιβαρυνθεί με ακόμη υψηλότερους φόρους από το 2019, καθώς το ΔΝΤ πιέζει να έρθει έναν χρόνο μπροστά η ψηφισμένη γενναία μείωση του αφορολογήτου.

Οι μισθωτοί

Στους μεγάλους χαμένους της μεσαίας τάξης συγκαταλέγονται και οι μισθωτοί οι οποίοι επιχειρούν να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με μια παράλληλη απασχόληση και αμείβονται με μπλοκάκι. Στα επίπεδα των 40.000 ευρώ, η επιβάρυνση είναι απαγορευτική. Το 2015, μισθωτός με παράλληλη απασχόληση και συνολικές αποδοχές 40.000 ευρώ κάλυπτε φόρο εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος, εισφορά αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ, τέλη κυκλοφορίας και φόρο πολυτελούς διαβίωσης με περίπου το ένα τέταρτο του εισοδήματός του. Από τα 40.000 ευρώ του έμεναν 29.402 ευρώ τον χρόνο ή 2.450 ευρώ τον μήνα. Δύο χρόνια αργότερα πληρώνει σε φόρους και εισφορές το ένα τρίτο του εισοδήματός του (34,4%) και το μηνιάτικο, εφόσον παραμένει έντιμος και συνεπής, έχει μειωθεί κατά 263 ευρώ. Η επιβάρυνση σε σχέση με το 2015 έχει αυξηθεί κατά 3.164 ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ