Καθώς όλες οι πλευρές θέλουν να τελειώνουν με το «ελληνικό δράμα» και η χώρα να αρχίσει να στέκεται στα πόδια της έστω και αν δανείζεται ακριβότερα από τις αγορές, το μεγάλο στοίχημα για την επόμενη μέρα των μνημονίων είναι να συμφωνηθεί με τους δανειστές ένα κοινό πλαίσιο διαχείρισης της εξόδου από το πρόγραμμα που ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018, ικανό να οδηγήσει την επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα.
Για το Eurasia Group έχει άνοιξη ο δρόμος για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης στο Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου, κάτι που διευκολύνει την «αποφοίτηση», όπως αναφέρει, της Ελλάδας από το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης και την ένταξή της σε ένα καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας», όπου οι μεταρρυθμίσεις θα σχετίζονται με την ελάφρυνση του χρέους, κάτι που θα καθοριστεί στο τέλος του προγράμματος και θα είναι εντός των παραμέτρων που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.

«Μαξιλάρι ρευστότητας»

Η βούληση της κυβέρνησης να επιταχύνει την αξιολόγηση έχει να κάνει με την εκτίμησή της πως έτσι θα εξασφαλίσει μεγαλύτερο «μαξιλάρι ρευστότητας» για την επόμενη μέρα μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, θα δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες στις διαπραγματεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους, ενισχύοντας και τις πιθανότητες για ένα καλύτερο αποτέλεσμα στις εκλογές. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ανακτήσει τη δυναμική του στις δημοσκοπήσεις, οι εκλογές στο βασικό της σενάριο θα πραγματοποιηθούν τον Σεπτέμβριο του 2019, αν και υπάρχει πιθανότητα 45% να
γίνουν το 2018.
Για τη Citigroup, καθώς διαφαίνεται το τέλος του «έπους» των μνημονίων διάσωσης και η Ελλάδα ανακτά την πρόσβασή τις στις αγορές, ενώ τα πιο δύσκολα μέτρα διάσωσης έχουν παρέλθει παρά τις φήμες για πρόωρες εκλογές, με τον ΣΥΡΙΖΑ πίσω στις δημοσκοπήσεις το πιο πιθανό είναι οι εκλογές να πραγματοποιηθούν τελικά κοντά στο φθινόπωρο του 2019.

Τα πολιτικά κίνητρα

«Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό τα πολιτικά κίνητρα μεταξύ της Ελλάδας και των ευρωπαίων δανειστών δείχνουν πάντως ευθυγραμμισμένα» παρατηρούσαν ο στρατηγικός αναλυτής George Saravelos και ο επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη Mark Wall της Deutsche Bank, οι οποίοι «βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ» για τη χώρα μας όσον αφορά την επόμενη μέρα μετά τον Αύγουστο του 2018. Αυτό προϋποθέτει την πλήρη εκταμίευση των υπολοίπων δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, έναν μειωμένο ρόλο για το ΔΝΤ, περιορισμένη υπό όρους και σταδιακή ελάφρυνση του χρέους και μια δυνητικά λιγότερο επιθετική δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά κύριος μια συμφωνία για την επιτυχή διαχείριση της εξόδου από το πρόγραμμα.

«Καθαρή» έξοδο

Η κυβέρνηση θα επιδιώξει μία «καθαρή» όπως αποκαλείται έξοδο προκειμένου να έχει ένα ισχυρό πολιτικό αφήγημα πριν από τις εκλογές, οι οποίες θα μπορούσαν να προκηρυχθούν το 4ο τρίμηνο του 2018, ενώ η ήπια επιτήρηση της χώρας θα συνεχιστεί στο πλαίσιο του ESM. Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα περιοριστεί το επόμενο έτος, την ώρα μάλιστα που συζητείται η μετατροπή του ESM σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ενώ από ελληνικής πλευράς, όπως εκτιμούν, η μείωση της επιρροής του ΔΝΤ θα περιορίσει τις απαιτήσεις για λιτότητα, ακόμη και με κόστος τη μικρότερη ελάφρυνση του χρέους. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Eurogroup Mario Centeno δήλωσε ότι οι όποιες συζητήσεις για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μπορούν να ξεκινήσουν μόνο αφότου η χώρα βγει από το Μνημόνιο.
Το Eurogroup έχει αποκλείσει ονομαστικό «κούρεμα» του χρέους, αλλά έχει αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο παράτασης της προθεσμίας λήξης του χρέους προς τον EFSF, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του χρέους προς τον επίσημο τομέα (132 δισ. ευρώ). Το ΔΝΤ πιέζει για διεύρυνση των μέτρων ελάφρυνσης ώστε να καλύπτουν τόσο τα διμερή δάνεια που χρηματοδότησαν το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης (Greek Loan Facility, GLF), που ανέρχονται σε 53 δισ. ευρώ, όσο και τα δάνεια του ESM που χρηματοδοτούν το τρίτο πρόγραμμα (86 δισ. ευρώ).
Μια συμβιβαστική λύση θα ήταν, για την κυρία Μιράντα Ξαφά, Senior scholar, Centre for International Governance Innovation, να αποπληρώσει η Ελλάδα τα δάνεια GLF, που αρχίζουν να λήγουν το 2020, με μακροπρόθεσμο δάνειο από τον ESM, παρατείνοντας έτσι την προθεσμία λήξης του επίσημου χρέους. Οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης έχουν κάθε συμφέρον να συμφωνήσουν διότι θα μειωθεί το δικό τους χρέος όταν η Ελλάδα αποπληρώσει τα δάνεια που χορήγησαν.

Το χρέος

Οπως όμως διευκρίνισε ο εκπρόσωπος Τύπου του Ταμείου Τζέρι Ράις, δεν είναι ακόμη σαφές εάν αυτά τα μέτρα αρκούν για να θεωρήσει το ΔΝΤ βιώσιμο το χρέος. Η επίτευξη συνθηκών βιωσιμότητας του χρέους απαιτεί τη συγκράτηση των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης σε επίπεδα που δεν ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και 20% μακροπρόθεσμα.
Ενδεχομένως θα υιοθετηθεί η γαλλική πρόταση για σύνδεση της δαπάνης εξυπηρέτησης του χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, ώστε η Ελλάδα να αποπληρώνει περισσότερα σε περιόδους ταχύρρυθμης ανάπτυξης και λιγότερα σε περιόδους ύφεσης.
Και εκεί όμως θα υπάρξουν διαφωνίες για τον ρυθμό ανάπτυξης που θα χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς, δεδομένου ότι το ΔΝΤ προβλέπει χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα απ’ ό,τι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίες σε βάθος δεκαετιών οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Για αρκετούς αναλυτές, η μεγαλύτερη ανησυχία για την επόμενη μέρα αφορά τις προοπτικές προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων. Χωρίς πραγματική αύξηση στις ξένες και κυρίως στις εγχώριες επενδύσεις, μένει μόνο η κατανάλωση ως κινητήριος δύναμη της ανάκαμψης, κάτι που συνήθως δεν είναι αρκετό.
Ετσι χωρίς ένα επενδυτικό σοκ ο κίνδυνος είναι η ελληνική οικονομία αντί να εκτιναχθεί σαν ελατήριο όπως η ιρλανδική (το ΑΕΠ της χώρας είναι πια 40% μεγαλύτερο από ό,τι πριν από την κρίση) θα μπορούσε να εγκλωβιστεί σε μια περίοδο ισχνής ανάπτυξης, η οποία δεν επαρκεί για να καλύψει τις «πληγές» της κρίσης, αφού με βάση τα σημερινά δεδομένα θα χρειαστούν 10ετίες για να επιστρέψει το ΑΕΠ στα επίπεδα του 2008 καθώς βρίσκεται σήμερα 66 δισ. ευρώ χαμηλότερα.

Θετική αντίδραση από τις αγορές

Με τους αναλυτές να κάνουν λόγο για «φως στην άκρη του τούνελ», οι αγορές αντέδρασαν θετικά, καθώς οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων επέστρεψαν στα επίπεδα του Νοεμβρίου του 2006. Σε αυτό το πλαίσιο, μετά και το διαφαινόμενο κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης στις 22 Ιανουαρίου, δημιουργείται το έδαφος για 2-3 δοκιμαστικές εκδόσεις 3ετών, 7ετών ή 10ετών ομολόγων, σε μια περίοδο όπου το επενδυτικό ενδιαφέρον για τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία προσφέρουν μία από τις καλύτερες αποδόσεις εφέτος στον κόσμο, έχει αυξηθεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ