Στην εποχή της Άνοιξης του 2008, πριν δηλαδή την περιπέτεια των μνημονίων, επέστρεψαν οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων αναφοράς οι οποίες υποχώρησαν στο 4,39% (δηλαδή οι τιμές ανέβηκαν) , από 5,4% πριν το περίφημο «swap του PSI. Αυτό σημαίνει ότι οι αγορές απαιτούν από την Ελλάδα χαμηλότερο επιτόκιο, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια που κινούνταν στο 6%-7%, προκειμένου να της δανείσουν χρήματα.

Η προοπτική εξόδου της χώρας από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο 2018, με όσο το δυνατό καλύτερους όρους όσον αφορά την μελλοντική «επιτήρηση» και την δυνατότητα της οικονομίας να ανάκαμψη μερικώς, σε συνδυασμό ότι οι επενδυτές ψάχνουν για αποδόσεις οι οποίες δεν συναντούνται αλλού οδηγεί τις τιμές των ελληνικών ομολόγων υψηλότερα. Εξάλλου όπως εκτιμάται πλέον ευρέως καθώς το 2018 αναμένεται να εισέλθουμε σε ένα περιβάλλον ανοδικών αποδόσεων για τις αγορές ομολόγων παγκοσμίως ( δηλαδή οι τιμές τους θα υποχωρήσουν), τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι σε θέση να δώσουν ξανά στους επενδυτές τις καλύτερες αποδόσεις στην ευρωζώνη.

Καθώς επίσης η ρευστότητα της εγχώριας βελτιώθηκε μετά την ανταλλαγή των ομολόγων, ομαλοποιώντας μερικώς και την περίφημη καμπύλη των αποδόσεων, οι συνθήκες ευνοούν την επόμενη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές με την έκδοση 7-ετούς (ή 3-ετούς) ομολόγου μετά της 22 Ιανουαρίου όπου και αναμένεται να κλείσει η αξιολόγηση, ενώ ως το Αύγουστο αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες μία με δύο εκδόσεις.
Σύμφωνα επίσης με τους αναλυτές, η επιτυχής ολοκλήρωση της ανταλλαγής ομολόγων αναμένουμε να έχει θετικές επιπτώσεις τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες θα είναι πιο εμφανείς και θα καταγραφούν με την μορφή της αυξημένης ρευστότητας σε όλες τις νέες εκδόσεις και της πιθανής περαιτέρω μείωσης των διαφορών επιτοκίων σε σχέση με άλλες αντίστοιχες ευρωπαϊκές εκδόσεις. Από την άλλη πλευρά, στα μακροπρόθεσμα οφέλη μίας περαιτέρω μείωσης διαφοράς επιτοκίων είναι πολύ πιθανό να προστεθούν οι θετικές προοπτικές έκδοσης νέου εταιρικού ομολογιακού χρέους με χαμηλότερα επιτόκια και ιδανικότερες συνθήκες αποτίμησης τόσο άμεσα, σε επίπεδο νέων ομολόγων, όσο και έμμεσα, στην συνολική αξία των εταιριών.
Η κυρία Χριστίνα Παπανικολοπούλου, Partner, Zepos & Yannopoulos, τόνισε στο επενδυτικό συνέδριο για την Ελλάδα της Capital Link στη Ν. Υόρκη : «Κατόπιν ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος τον Ιούνιο 2017, το ελληνικό Δημόσιο, οι ελληνικές τράπεζες και οι επιχειρήσεις δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στις διεθνείς αγορές χρέους με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Το κρατικό ομόλογο του Ιουλίου και οι ανταλλαγές ομολόγων του PSI, οι καλυμμένες ομολογίες συστημικών τραπεζών και οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων προσέλκυσαν το ενδιαφέρον μεγάλων παικτών της διεθνούς επενδυτικής αγοράς. Η αγορά προετοιμάζεται για το 2018 χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατός της τις θετικές προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας· ως καταλυτικοί παράγοντες για τις επερχόμενες εκδόσεις κρατικών και ιδιωτικών ομολόγων αναμένεται να λειτουργήσουν η σταθερή πορεία εξόδου της χώρας από το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, η δημιουργία μιας ισχυρής αγοράς επενδύσεων στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPE’s) ύψους περί τα € 100 δισεκατομμύρια και, ιδίως, οι συνεχείς πρωτοβουλίες στήριξης του επιχειρείν που αναμένεται να φέρουν βιώσιμη κερδοφορία και ταχεία ανάκαμψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.»
Ο κ. Βασίλης Κώτσηρας, Head of Funding Solution & Structure Finance, National Bank of Greece, τόνισε επίσης ότι: «Oι πρόσφατες συναλλαγές Καλυμμένων Ομολόγων σηματοδότησαν την επιτυχημένη επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς χρηματαγορές. Απέδειξαν πως υπάρχει σημαντική ζήτηση για ομόλογα και πέτυχαν όλους τους στόχους τους: διεύρυνση της επενδυτικής βάσης, χαμηλότερο κόστος έναντι άλλων μορφών χρεογράφων, υποστήριξη της εξόδου από τον ELA και καλή πορεία στην δευτερογενή αγορά. Οι Διεθνείς Χρηματαγορές απαιτούν στρατηγικό σχεδιασμό και όχι ευκαιριακή αντιμετώπιση. Οι εξασφαλισμένες συναλλαγές είναι ένα αποδοτικό μέσο απεξάρτησης από τον ELA, αλλά επιτυγχάνοντας αυτό τον στόχο ένα πιο πολυσύνθετο φάσμα προκλήσεων αναδύεται. Οι τράπεζες οφείλουν να εναρμονιστούν με κανόνες και ευρωπαϊκές οδηγίες όπως το LCR, NSFR και MREL. Το κόστος χρηματοδότησης παραμένει στο επίκεντρο καθώς έχει μεγάλη επίπτωση στην κερδοφορία. Το παράδειγμα της Ιρλανδίας το 2012 είναι ο σωστός δρόμος. Το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι εδώ. Προκειμένου όμως οι διεθνείς επενδυτές να εμπιστευθούν και υποστηρίξουν μακροπρόθεσμα τις ελληνικές τράπεζες απαιτούν σχεδιασμό, όραμα, αποτελέσματα και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα.»