ΑΝ η εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών βιομηχανία Fanco ΑΕ ήταν το 1996 η κορυφαία σε επιδόσεις βιομηχανία ενδυμάτων της χώρας, επεκτεινόμενη ραγδαία στη Βαλκανική και αν η επίσης εισηγμένη στο ΧΑΑ εταιρεία ΕΛΒΕ ΑΕ, γνωστή με τα σήματα Lavinia και Arte Maxima, κέρδισε τις εντυπώσεις αυξάνοντας εντυπωσιακά τις εξαγωγές της στο Παρίσι και «κατακτώντας» αξιόλογες θέσεις στην «πρωτεύουσα της μόδας», αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η ελληνική βιομηχανία ενδυμάτων διατηρεί τις θέσεις της στην εγχώρια, έστω, αγορά.


Μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια ο κλάδος απώλεσε τουλάχιστον το 25% από το παραγωγικό του δυναμικό και χιλιάδες γαζώτριες, κόπτριες και άλλες ειδικευμένες ελληνίδες εργαζόμενες συνεχίζουν μάταια να αναζητούν μια θέση εργασίας στο επάγγελμα που γνωρίζουν. Το 1996 στην Ελλάδα κατασκευάστηκαν μόνο το 67% των ανδρικών ρούχων και μόνο το 93% των γυναικείων και παιδικών ρούχων που είχαν κατασκευαστεί στη χώρα το 1995. Στο πρώτο εξάμηνο του 1997 μάλιστα ο δείκτης παραγωγής της βιομηχανίας ενδυμάτων σημείωσε νέα πτώση ύψους 5,4%. Η παραγωγή ενδυμάτων στη χώρα έχει μειωθεί περισσότερο από 50% σε σύγκριση με εκείνη του έτους 1980.


ΣΤΗΝ κάποτε ευημερούσα βιομηχανία ενδυμάτων, συντελείται η μεγαλύτερη βιομηχανική τραγωδία της τρέχουσας δεκαετίας. Στη Λάρισα όμως, μια από τις πόλεις με παράδοση στην κατασκευή ρούχων, εκατοντάδες πρώην άνεργες δοξολογούν τον Θεό που υπάρχουν ακόμη επιχειρήσεις που «τολμούν» να επενδύσουν σε νέες μονάδες ιματισμού εν μέσω της κρίσης και οι οποίες μάλιστα πάνε θαυμάσια. Η βιομηχανία ρούχων της Λάρισας Staff ΑΕ εντυπωσιάζει ­ και όχι μόνο τους Λαρισαίους… ­ με τον δυναμισμό της. Επιχειρήσεις που δεν «φιγουράρουν» κάθε τόσο στις επιχειρηματικές σελίδες του Τύπου κάνουν την έκπληξη. Νέοι «βαρόνοι», όπως ο κ. Μενέλαος Σακελλάρης της ομώνυμης εταιρείας Σακελλάρης Μ. ΑΕ που κατασκευάζει τα ενδύματα με το σήμα «Rococo» και το 1996 είχε κέρδη ύψους 291 εκατ. δρχ., παίρνουν τη θέση ή κατακτούν μιαν ανάλογη θέση ή και προσπερνούν ακόμη σε κέρδη γνωστότερες εταιρείες με αλυσίδες καταστημάτων όπως της Anna Riska ή της υπό αναδιοργάνωση Artisti Italiani, ο λογότυπος της οποίας ­ ειρήσθω εν παρόδω ­ ανήκει σε εταιρεία του ιταλικού Νότου, όπως επίσης άλλων γνωστών μονάδων, συμπεριλαμβανομένης ακόμη της εταιρείας Δούρος ΑΕ, εταιρείας που αποτελεί έναν από τους καλύτερους «πρεσβευτές» της ελληνικής παραγωγής ενδυμάτων. Χωρίς να γίνεται λόγος βεβαίως για επιχειρήσεις που ξαφνικά καταρρέουν, όπως η αντιμέτωπη πλέον με τα όρια της χρεοκοπίας Raxsta της κυρίας Αννας Ραξέβσκι.


Στη «σκιά» τής υπό τον κ. Κωνσταντίνο Μπιτζάνη πασίγνωστης Fanco ΑΕ, εταιρείας διεθνώς καταξιωμένης με την οποία συνεργάζονται οίκοι όπως η Nike και η Adidas για την κατασκευή επώνυμων ενδυμάτων, στους πρόποδες του Παγγαίου, στα όρια των Νομών Καβάλας και Δράμας, «γνωρίζει πιένες» η άγνωστη στο ευρύ κοινό εταιρεία Λάσκου ΑΒΕΕ της οικογένειας του κ. Σάββα Τσοπανίδη. Η εταιρεία αυτή, κορμός από ό,τι φαίνεται ενός ευρύτερου ομίλου επιχειρήσεων παραγωγής ενδυμάτων που απασχολεί στην περιοχή του Παγγαίου περί τους 950 εργαζομένους, παράγει επίσης αθλητικά ­ και όχι μόνο ­ ενδύματα για διεθνείς οίκους όπως η Reebok και η Puma. Το 1996 ήλθε πρώτη μεταξύ όλων των ελληνικών βιομηχανιών ενδυμάτων σε αύξηση πωλήσεων, καθώς αυτές αυξήθηκαν σε σχέση με το 1995 κατά 2,2 δισ. δρχ. ή ποσοστό 162% και ξεπέρασαν τα 3,5 δισ. δραχμές.


Την ίδια περίοδο και ενώ κατέρρεε ο μεγαλύτερος ως πριν από λίγα χρόνια έλληνας παραγωγός ενδυμάτων, η εταιρεία Διεθνής Βιομηχανία Ενδυμάτων ΑΕ που παρήγαγε 1,5 εκατ. τζιν ετησίως, μια ανερχόμενη βρεφικής ηλικίας εταιρεία παραγωγής τζιν, η υπό τον κ. Ηλία Γιαννακόπουλο βιομηχανία Staff ΑΕ στη Λάρισα, έβλεπε τις πωλήσεις της να αυξάνονται με ρυθμό 93% και να ξεπερνούν τα 2 δισ. δρχ. Από τους παραγωγούς τζιν, επίσης, η εταιρεία Fabe ΑΕ του κ. Αλέξανδρου Ζαχμανίδη κέρδιζε έδαφος αυξάνοντας κατά 19% τις πωλήσεις της και μια «ξεγραμμένη» για πολλούς εταιρεία τζιν, η βορειοελλαδική εταιρεία Μακεδονική Εταιρεία Ενδυμάτων ΑΕ του κ. Χαράλαμπου Λαζαρίδη, η οποία είχε απολέσει προ τριετίας το σήμα «Americanino», έβλεπε τα κέρδη της να ανέρχονται από μόλις 2 εκατ. δρχ. το 1995 σε 113 εκατ. δρχ. το 1996.


Κάμψη, που ήταν μόνο 8% σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις αλλά έφθασε το 56% σε ό,τι αφορά τα κέρδη, γνώρισε και η Helen’s Club ΑΕ, μια από τις σημαντικότερες ­ πλην όμως αθόρυβες ­ ελληνικές φίρμες ρούχου με πωλήσεις 3,58 δισ. δρχ. Τόσο η κυρία Ελένη Ραξέβσκι όσο και ο κ. Γεώργιος Μουρτζούχος όμως μπορεί να κοιτάζουν… από απόσταση περισσότερο «θορυβώδεις» εταιρείες όπως αυτήν της κυρίας Anna Riska, η οποία μπορεί να συνέφαγε προ μηνών με την κυρία Χίλαρι Κλίντον στον Λευκό Οίκο και να αύξησε τις πωλήσεις της 25%, μετά την «ενσωμάτωση» εμπορικών καταστημάτων στη βασική εταιρεία, αλλά δεν πλησίασε καν τα κέρδη της Helen’s Club ΑΕ που ήταν ­ παρά τη μεγάλη μείωση ­ ύψους 141 εκατ. δραχμών. «Αθόρυβη» όπως πάντα η εταιρεία Καμινιώτη Αφοί, παραγωγός των ρούχων Lussile, κατάφερε να πετύχει κέρδη ύψους 274 εκατ. δρχ., «προσπερνώντας» ακόμη και την εισηγμένη στο ΧΑΑ εταιρεία ΕΛΒΕ ΑΕ του κ. Τηλέμαχου Κιτσικόπουλου. Σε υψηλά επίπεδα κυμάνθηκε επίσης και το 1996 η δραστηριότητα της She Europe ΑΕ, την οποία διευθύνει η κυρία Ουρανία Τσέλιου, όπως επίσης της υπό τον κ. Παναγιώτη Ευθυμίου εταιρείας Mandlen ΑΕ, με τις επώνυμες συλλογές.


Μερικά σκαλιά ψηλότερα ή σε απόσταση αναπνοής από την πασίγνωστη εταιρεία Δούρος ΑΕ του κ. Νίκου Δούρου ή τη γνωστή και με το σήμα «Marasil» εταιρεία παιδικών ρούχων Γιαννάς ΑΕ των αδελφών Κυριάκου και Γρηγόρη Σαράντη της εισηγμένης στο ΧΑΑ εταιρείας «Σαράντη», σε ό,τι αφορά τα κέρδη, βρέθηκαν μερικές άγνωστες ή λιγότερο γνωστές, κατά τα άλλα, βιομηχανίες ρουχισμού. Η εξειδικευμένη στο παιδικό ρούχο ανερχόμενη εταιρεία Alouette ΑΕ του κ. Παναγιώτη Στασινόπουλου αύξησε κατά 2,75 φορές τα κέρδη της που έφθασαν τα 180 εκατ. δρχ., όταν γνωστότεροι ανταγωνιστές της γνώρισαν στασιμότητα. Επίσης η εταιρεία με σήμα τον «Αρκούδο», η Tricotteen ΑΕ του κ. Βλάση Ρουχωτά που δημιουργεί κατάστημα και στη Γαλλία, είδε τα κέρδη της να πολλαπλασιάζονται και να φθάνουν τα 145 εκατ. δρχ. Η εταιρεία αυτή πέτυχε, ανάμεσα σε όλες τις εταιρείες του κλάδου, τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση πωλήσεων: 188%. Η εταιρεία παιδικών και αθλητικών ενδυμάτων Sprint ΑΕ του κ. Βασίλη Καραβασίλη εξάλλου αύξησε κατά 57% τις πωλήσεις της σε 1,27 δισ. δρχ. και διπλασίασε τα κέρδη της σε 62 εκατ. δραχμές.


Από πολύ μεγαλύτερο… ύψος όμως και ίσως με κάποια απορία μπορεί να εξετάζει τις άλλες εταιρείες του κλάδου ο κ. Ονίκ Βαρταμπετιάν μιας εταιρείας παραγωγής μακό ενδυμάτων που ανέφερε για το 1996, έτος ολοκλήρωσης της πρώτης εταιρικής χρήσης από την ίδρυσή της ως ΑΕ, ετήσια κέρδη ύψους 388 εκατ. δρχ. επί ετήσιων πωλήσεων ύψους 2.080 εκατ. δραχμών. Πρόκειται για την εγκατεστημένη στη Θεσσαλονίκη εταιρεία Varonic ΑΕ, η οποία «άφησε πίσω» πολλές επώνυμες φίρμες και παρουσίασε το υψηλότερο περιθώριο καθαρού κέρδους: 19%. Εξήγαγε το σύνολο της παραγωγής της στις χώρες Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία και Φινλανδία. Επίσης στη Θεσσαλονίκη, με ρυθμό αύξησης των πωλήσεών της 29%, η εταιρεία παραγωγής μακό και φούτερ ενδυμάτων Cassander ΑΕ του κ. Αγγελου Κωσταρά και η εταιρεία παραγωγής γυναικείων κυρίως ενδυμάτων Ηρώ ΑΕΒΕ του κ. Γεώργιου Μουσχούρη δεν κατάλαβαν τίποτε ίσως από την κρίση, αφού τα κέρδη τους ανήλθαν σε 204 εκατ. δρχ. και σε 203 εκατ. δρχ., με ρυθμό αύξησης 42% και 39% αντίστοιχα. Στην ίδια πόλη είχαν υψηλές επιδόσεις η υπό τον κ. Κωνσταντίνο Καραφουλίδη Oli Rose ΑΕ, γνωστή για τις επώνυμες συλλογές της, η KESS by GATTOS ΑΕ του κ. Γεώργιου Κεσίσογλου, η εταιρεία Μπουρλάι Γ. Αφοί ΑΕ της ομώνυμης οικογένειας και η υπό τον κ. Δημήτριο Παπαϊωάννου DIMIS ΑΕ, που κατασκευάζει και ανδρικά και γυναικεία και παιδικά ενδύματα.


Στην Πάτρα, πόλη όπου ολόκληρες βιομηχανίες ενδυμάτων μετατρέπονται σε εισαγωγικές εταιρείες φέρνοντας φθηνά και συχνά επώνυμα ρούχα από τη Νότιο Ιταλία, η εταιρεία Rannia ΑΕ του κ. Νίκου Σωτηράκη αντιμετώπισε επιθετικά την κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αύξησε 38% τις πωλήσεις της και σχεδόν διπλασίασε τα κέρδη της, που έφθασαν τα 131 εκατ. δρχ.


Με εντονότερο παρά ποτέ δυναμισμό συνέχισαν εξάλλου την εξαγωγική τους επέκταση εταιρείες ενδυμάτων που σπάνια «ανοίγουν το στόμα τους» για να υμνήσουν τους εαυτούς τους. Αυτό ισχύει πριν από όλα για τη μακεδονική Interstoff ΑΒΕΕ της οικογένειας του κ. Αντώνη Βασιλειάδη, η οποία το 1996, παράγοντας περισσότερα από 750.000 παντελόνια, μπουφάν, πουκάμισα, φόρμες, φορέματα, σορτς και βερμούδες, αύξησε κατά 34% τις πωλήσεις της στο επίπεδο των 3 δισ. δρχ. επεκτεινόμενη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οπως επίσης ισχύει για τη γειτονική της βιομηχανία Αριάδνη ΑΕ της οικογένειας των κκ. Ευγένιου και Ανδρέα Πλαλή, που είδε τις πωλήσεις της να ανέρχονται σε 4,3 δισ. δρχ., προερχόμενες από εξαγωγές, με ρυθμό αύξησης 28%. Αλλά και οι επίσης ευρισκόμενες στη Θεσσαλονίκη εταιρείες Μπελόνι ΑΕ του κ. Βιορέλη Καραγιάννη και Μπλου-Παν ΑΕ του κ. Παναγιώτη Μπινομάκη, με ρυθμό αύξησης των πωλήσεων 21% και 20% αντίστοιχα σε 2 δισ. δρχ. και σε 1,8 δισ. δρχ., εξαπλώθηκαν ακόμη περισσότερο στη διεθνή αγορά. Ακόμη καλύτερα, στην «πρωτεύουσα της βιομηχανίας ενδυμάτων», τη Θεσσαλονίκη, η εταιρεία Κενταποτζίδη ΑΕ του κ. Πολύκαρπου Κενταποτζίδη είδε τις πωλήσεις της να «τρέχουν» με ρυθμό 35% και να ανέρχονται σε 2,77 δισ. δρχ., η εταιρεία Agelina ΑΕ της κυρίας Αγγελίνας Παπακωνσταντίνου αύξησε σε 2,29 δισ. δρχ. κατά 24% τις πωλήσεις της και η εταιρεία Roussos Love ΑΕ των αδελφών Κωνσταντίνου, Δημήτριου και Ιωάννη Ρούσσου, που εξάγει σε άλλες χώρες της ΕΕ το 98% των χιλιάδων μακό και φούτερ που παράγει, είδε τις πωλήσεις της να φθάνουν επίσης τα 2,29 δισ. δραχμές, με άλμα όμως 54%. Οπως είναι προφανές, εν μέσω της κρίσης αρκετές βιομηχανίες ιματισμού ­ και όχι μόνο κάποιες από τις ευρύτερα γνωστές ­ γνωρίζουν ανάπτυξη και επιτυγχάνουν ικανοποιητική κερδοφορία.


Η πρώτη από αυτή την ομάδα μακεδονικών εταιρειών, η Interstoff ΑΕ, είναι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος επενδυτής στον κλάδο, υλοποιώντας πολυετές business plan σύμφωνα με τις διατάξεις και τα κίνητρα του άρθρου 23α του Ν. 2234/94, ενώ η δεύτερη, η άγνωστη στο ευρύ κοινό εταιρεία Αριάδνη ΑΕ, η οποία παρήγαγε 3,2 εκατ. γυναικεία κυρίως Τ-Shirts και S-Shirts, με τις πωλήσεις ύψους 4,29 δισ. δρχ. ήταν ο μεγαλύτερος έλληνας παραγωγός εξωτερικών ενδυμάτων το 1996.


Δεν διαφημίζει τις επιδόσεις της αλλά πολλοί λένε ότι αποτελεί τον κορμό ενός εκ των πέντε μεγαλύτερων ελληνικών ομίλων ιματισμού, αν όχι του μεγαλύτερου, με πωλήσεις αξίας 7 δισ. δρχ. το 1996, μια άλλη εταιρεία. Πρόκειται για την Arsa Αργυρός ΑΕ της οικογένειας των κκ. Νικόλαου και Νάσου Αργυρού. Η εν λόγω εταιρεία, γνωστή από τα μπουφάν, τα σπορ και άλλα ενδύματα που παράγει και εμπορεύεται με τα σήματα Cosmic, Liba και Sprider, το 1996 αύξησε κατά 58% τις πωλήσεις της, που έφθασαν τα 2,28 δισ. δραχμές. Ανήλθε έτσι σε μια από τις υψηλότερες θέσεις των ελλήνων παραγωγών ειδών ενδυμασίας.