Αυξημένη κατά 6,3%, στα 1,007 τρισ. δολ. (849 δισ. ευρώ) από 947 δισ. δολ. (803 δισ. ευρώ) πέρυσι, αποτιμάται για το 2017 η συνολική περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών σύμφωνα με την έρευνα των καθηγητών James Davies, Rodrigo Lluberas και Anthony Shorrocks του Oxford University, και του Ινστιτούτου Μελετών της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, που εξετάζει την εξέλιξη του πλούτου σε πάνω από 200 χώρες.Ωστόσο, ενώ 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης ο παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτος, απορροφώντας τις απώλειες, έχει αυξηθεί κατά 27%, καθώς από τα 220 τρισ. δολ. του 2007 ανήλθε στα 280 τρισ. δολ. το 2017, στην Ελλάδα, από την κορύφωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων στα 1,57 τρισ. δολ. (1,33 δισ. ευρώ) το 2007, ο Αρμαγεδδών της μακροχρόνιας ύφεσης οδήγησε τη δεκαετία αυτή τα ελληνικά νοικοκυριά σε απώλειες 560 δισ. δολ. (475,38 δισ. ευρώ). Παράλληλα, η περιουσία ανά ενήλικο (εκτός δανεισμού) διαμορφώθηκε στα 111.684 δολ. (94.808 ευρώ) το 2017 από 173.171 (147.004 ευρώ) το 2007, καταγράφοντας στη δεκαετία απώλειες 52.000 ευρώ.
Να σημειωθεί πάντως ότι το 2001, τη χρονιά που Ελλάδα εντάχθηκε στο ευρώ, η περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών αποτιμώνταν σε 631 δισ. δολ. (535 δισ. ευρώ), ενώ έναν χρόνο αργότερα εκτοξεύθηκε στα 746 δισ. δολ. (633 δισ. ευρώ) και στο τέλος του 2009, λίγο πριν από το Καστελόριζο (23.4.2010), βρισκόταν στα 1,42 τρισ. δολ. (1,21 τρισ. ευρώ), για να υποχωρήσει το 2015 στο χαμηλό για την περίοδο του ευρώ των 923 δισ. δολ. (825 δισ. ευρώ), απόρροια και του «Varoufakis effect», όπως αποκαλείται πλέον το α’ εξάμηνο του 2015 όπου η τύχη της οικονομίας (και της χώρας) βρισκόταν στα χέρια του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη.

Η μεσαία τάξη

Η επώδυνη στροφή της Ελλάδας σε πιο ορθολογικές λύσεις, μετά τον σκληρό συμβιβασμό με τους εταίρους και δανειστές, παρά το γεγονός ότι «αποδεκάτισε» τη μεσαία τάξη, οδήγησε τις αξίες σε μερική άνοδο και την αποτίμηση της συνολικής περιουσίας των νοικοκυριών στα 1,007 τρισ. δολ. (849 δισ. ευρώ) τη χρονιά που οσονούπω φθάνει στο τέλος της.
Από τα 111.684 δολ. (94.808 ευρώ), που υπολογίζεται σήμερα η περιουσία ανά ενήλικο (εκτός δανεισμού), το 76% αφορά μη χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως ακίνητα) και το υπόλοιπο 24% χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κ.λπ.). Ενώ στην Ευρώπη, η περιουσία σε χρηματοοικονομικά προϊόντα αφορά το 45,4% και σε μη χρηματοοικονομικά μέσα το 54,6%, έναντι 54,2% και 45,8% αντίστοιχα παγκοσμίως, στην περίπτωση της Ελλάδας κυριαρχεί η συμβολή κυρίως της ακίνητης περιουσίας στη μεταβολή του πλούτου, αφού το 76% της περιουσίας των Ελλήνων αφορά μη χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως ακίνητα και αυτοκίνητα).

Ακίνητα στο εξωτερικό

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα τα στοιχεία δείχνουν μια διόγκωση των ακινήτων στο σύνολο της περιουσίας των Ελλήνων που, ενδεχομένως, σχετίζεται και με τοποθετήσεις που έγιναν σε ακίνητα στο εξωτερικό με τη μαζική έξοδο των καταθέσεων από τον Νοέμβριο του 2014 και ως τον Ιούνιο του 2015, όταν επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, εκτιμούσε πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και την περίοδο 2012-2013, όταν και πάλι είχε σημειωθεί τεράστια έξοδος καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα λόγω της έντονης αβεβαιότητας γύρω από την αναδιάρθρωση του χρέους (PSI), από τα μέσα του 2011 ως τα μέσα του 2012.
Από την άλλη πλευρά, ενώ ως το 2008 που αρχίζει να κορυφώνεται η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση τα ρευστά διαθέσιμα αντιπροσώπευαν σχεδόν το ήμισυ του χρηματοοικονομικού χαρτοφυλακίου, η κατάσταση αλλάζει άρδην από το 2009 και μετά, όταν η διακράτηση των ρευστών διαθεσίμων ανέρχεται ως και τα 3/4 του συνόλου, με τη συμμετοχή των τίτλων μετοχών, ομολόγων κ.λπ. να περιορίζεται στο 1/10, λόγω της κατάρρευσης των κεφαλαιαγορών.

Οι καταθέσεις

Η έξοδος πάντως των καταθέσεων μετά το 2009, οι οποίες είτε κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό είτε διακρατήθηκαν ως μετρητά στο εσωτερικό, δεν αποτυπώθηκε στη συνολική περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών. Το είδος του αναπτυξιακού προτύπου που ακολούθησε η χώρα μας στην περίοδο πριν από την κρίση διευκόλυνε τη συσσώρευση περιουσίας μέσω του υπερδανεισμού του Δημοσίου και της μεγάλης παραοικονομίας και φοροδιαφυγής.
Από το 1999 ως το 2009 εξάλλου μόνο οι τράπεζες και το Δημόσιο δανείστηκαν πάνω από 60 δισ. ευρώ και 200 δισ. ευρώ αντίστοιχα, συντηρώντας έτσι το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης με δανεικά, αφού τα λεφτά που «έπεσαν» στη χώρα δεν χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγική της ανασυγκρότηση.
Οι παλαιότερες γενιές στην ουσία δανείστηκαν όχι μόνο από τους ξένους αλλά και από τις μελλοντικές αποταμιεύσεις των παιδιών τους. Μπορεί λοιπόν στην περίοδο της επίπλαστης ευημερίας να αυξήθηκε σημαντικά η περιουσία των νοικοκυριών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτό θέτει σήμερα σε δοκιμασία την ικανότητα των νεότερων γενεών να εργάζονται, να αποταμιεύουν και να δημιουργούν περιουσία στη χώρα μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ