Καθηγητής Εφαρμοσμένης Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι του Μιλάνου, διευθυντής του ερευνητικού κέντρου ICRIOS, εισηγητής της έννοιας των «κλαδικών συστημάτων καινοτομίας» και διεθνώς αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στα οικονομικά της καινοτομίας, ο Φράνκο Μαλέρμπα ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία των αναλυτών που μπορούν άνετα να μεταφράσουν τα δύσκολα εννοιολογικά εργαλεία του επαγγέλματός τους στην απλή γλώσσα για το ευρύ κοινό. Συναντηθήκαμε μαζί του στη διάρκεια του 15ου Διεθνούς Συνεδρίου του παγκόσμιου δικτύου έρευνας Globelics (Παγκόσμιο Δίκτυο για την Οικονομία της Γνώσης, της Καινοτομίας και των Συστημάτων Ανάπτυξης Ικανοτήτων), το οποίο διοργανώθηκε για πρώτη φορά εφέτος στην Ευρώπη, επιλέγοντας για συμβολικούς λόγους την Ελλάδα ως τόπο διεξαγωγής του. Για τον καθηγητή Μαλέρμπα, το κρίσιμο σταυροδρόμι της σημερινής ευρωπαϊκής οικονομίας (και της ελληνικής) βρίσκεται στη «συστημική προσέγγιση» της καινοτομίας μέσω μιας διασύνδεσης ιδιωτικής πρωτοβουλίας και ρυθμιστικών κυβερνητικών πολιτικών.
Υποστηρίζετε στα γραπτά σας ότι σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία οι χώρες που αργοπορούν μπορούν, εν τούτοις, μέσα από μια διαδικασία σύγκλισης (catching up), να πλησιάσουν τις πρωτοπόρους οικονομίες. Η επιτυχία στη διαδικασία αυτή εξαρτάται, λέτε, όχι από την «κλωνοποίηση», αλλά από την καινοτομία…
«Τα τεκμήρια από τις νέες αναδυόμενες οικονομίες, είτε μιλάμε για την Κίνα είτε για την Ινδία είτε για άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, δείχνουν ότι η σύγκλιση δεν στηρίζεται στην πλήρη μίμηση, αλλά στην καινοτομία. Βασικά, αυτό σημαίνει ότι απαιτείται πλήθος πολιτικών πρωτοβουλιών που να αυξάνουν τις ικανότητες των εκάστοτε φορέων με δύο τρόπους: πρώτον, με την εγκαθίδρυσή τους, δεύτερον με την καλλιέργεια των προϋποθέσεων εισόδου ολοένα και περισσότερων νέων φορέων. Τέτοιες πολιτικές μπορούν να εστιάζουν στην εκπαίδευση, όπως συνέβη στην Κίνα και στην Ινδία, σε επενδύσεις σε μείζονες δομές που να φτάνουν σε όλους τους φορείς, σε ενθάρρυνση της καινοτομίας από αυτούς. Αυτό που προκύπτει όμως συνολικά, και έχει σημασία για την Ευρώπη, είναι ότι οι διαδικασίες σύγκλισης για τις οποίες μιλάμε χρειάστηκαν ευρύτατα χρονικά διαστήματα. Καταμετρώντας τα στάδια, προηγείται η πρόσβαση στη γνώση, συχνά στο εξωτερικό, η οποία απορροφάται και μεταμορφώνεται σε προϊόντα και διαδικασίες. Ακολουθεί η οικοδόμηση ικανοτήτων με την πρόσληψη προσωπικού υψηλών δεξιοτήτων και στο τρίτο στάδιο η διεθνοποίηση της δραστηριότητας. Αυτό είναι το πρώτο μέρος, όμως. Στη συνέχεια, περνάμε σε ένα δεύτερο που χαρακτηρίζεται από συστημική προσπάθεια. Δεν αρκεί μία μόνο πολιτική, απαιτείται ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικών, δεν αρκούν πολιτικές που λειτουργούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Χρειάζεται να στηρίξεις το εργατικό δυναμικό, για παράδειγμα, την ίδια στιγμή όμως πρέπει να στηρίζεις την έρευνα και την ανάπτυξη και πρέπει να οικοδομείς τις απαραίτητες υποδομές».
Εστιάζετε ειδικά στις περιπτώσεις οικονομιών που έδωσαν έμφαση σε συγκεκριμένους κλάδους για να απογειώσουν την ανάπτυξή τους.
«Η ανάπτυξη, ξέρετε, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι μια διαδικασία έλλειψης ισορροπίας. Κάποιοι κλάδοι προχωρούν, κάποιοι μένουν πίσω. Στην περίπτωση, βέβαια, όπου δίνεται βάρος σε συγκεκριμένους κλάδους ως ατμομηχανές της οικονομίας, όπως έκανε η Κίνα με την αυτοκινητοβιομηχανία, η Ινδία με τη βιομηχανία του σόφτγουερ ή των υπηρεσιών, απαιτούνται στοχευμένα εργαλεία και, κάτι που αποδεικνύεται σημαντικό για εμάς εδώ στην Ευρώπη, ικανότητες από εκείνους που διαμορφώνουν την πολιτική. Να κατανοούν ποια εργαλεία προσιδιάζουν στον κάθε κλάδο –δεν μπορείς να παρέμβεις στη βιομηχανία του σόφτγουερ με τον ίδιο τρόπο που θα παρέμβεις στη βιομηχανία της βιοτεχνολογίας. Δεν μιλάμε λοιπόν μόνο για την οικοδόμηση ικανοτήτων στο εταιρικό επίπεδο, αλλά και για τις απαιτούμενες δεξιότητες όσων διαμορφώνουν τις πολιτικές αυτές».
Επομένως, προκρίνετε ένα είδος συνέργειας, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο, μεταξύ ιδιωτικής πρωτοβουλίας και κυβερνητικών βιομηχανικών πολιτικών.
«Είναι αυτό που προσωπικά αποκαλώ «συστημική προσέγγιση». Για να επιτύχεις την καινοτομία, για να επιτύχεις την ανάπτυξη, χρειάζεσαι τη συνεργασία πολλών παραγόντων. Απομακρυνόμαστε πια από την ιδέα ότι η καινοτομία είναι αποτέλεσμα της δράσης ενός και μόνο παράγοντα, ενός και μόνο φορέα. Δεν προκύπτει από μία μόνο εταιρεία, για παράδειγμα, προέρχεται από πλήθος εταιρειών ενσωματωμένων σε ένα σύστημα στο οποίο ρόλο-κλειδί κατέχουν το εκπαιδευτικό σύστημα, το πανεπιστήμιο, η κυβέρνηση, οι τράπεζες, τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η κεφαλαιαγορά. Κατά μια έννοια, λοιπόν, αν δεν καλλιεργήσεις το σύστημα, δεν θα υπάρξει καινοτομία. Και ο δημόσιος τομέας σε συνεργασία με τον ιδιωτικό δίνουν παρόμοια αποτελέσματα, χωριστά όμως όχι. Δεν έχουμε παραδείγματα επιτυχούς διαδικασίας σύγκλισης που να οφείλεται αποκλειστικά στον βιομηχανικό τομέα. Εξ ου και τα στοιχεία από τη μελέτη των αναδυόμενων οικονομιών μάς υποδεικνύουν ότι η σύσταση προς το κράτος «κάτω τα χέρια από την οικονομία» πρέπει να αντικατασταθεί από την προτροπή σε «ενεργή βιομηχανική πολιτική»: η κυβέρνηση να δρα σε αλληλεπίδραση με τις επιχειρήσεις σε ευρύ μάλιστα πεδίο –με τη στήριξη της έρευνας και ανάπτυξης, με ρυθμιστικές παρεμβάσεις, με τον καθορισμό προδιαγραφών».
Πώς θα βλέπατε την εφαρμογή μιας παρόμοιας προσέγγισης στην Ευρώπη με δεδομένο το χάσμα καινοτομίας μεταξύ Βορρά και Νότου;
«Η πρόκληση για την Ευρώπη είναι μεγάλη. Γιατί μιλάμε για την προώθηση της καινοτομίας σε μια εξαιρετικά ετερογενή οντότητα. Μπορείς να το επιτύχεις ευνοώντας όσους βρίσκονται ήδη στην πρωτοπορία, με τον τρόπο αυτόν όμως αυξάνεις το χάσμα με τις περιοχές εκείνες της Ευρώπης που έχουν μείνει πίσω. Το ιδανικό θα ήταν ένας συνδυασμός ταυτόχρονης μείωσης του χάσματος και αύξησης της ευρωπαϊκής καινοτομίας. Το να προωθείς την αριστεία, επιχειρώντας την ίδια στιγμή να καταστήσεις τους πάντες λίγο πιο ίσους μεταξύ τους, είναι κάτι που απαιτεί ένα πολύ εκλεπτυσμένο σύνολο εργαλείων».
Ποιο πλαίσιο προϋποθέσεων θα βάζατε σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα;
«Χρειάζεται μακρόπνοο όραμα, ένα ποσοστό σχεδιασμού και, το κυριότερο ίσως, ευελιξία στην εκτέλεση των προγραμματιζόμενων πολιτικών. Χρειάζεται να προβλεφθεί εκ των προτέρων η δυνατότητα μεταβολής του σχεδιασμού γιατί στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία τα δεδομένα, το περιεχόμενο, οι τεχνολογίες, οι ανταγωνιστές αλλάζουν γρήγορα. Απαιτείται, επομένως, εγρήγορση. Κάτι που απαιτεί διαμορφωτές πολιτικής, όχι μόνο ικανούς, αλλά και προσαρμοστικούς. Και όσον αφορά την προσαρμοστικότητα, τουλάχιστον, νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση κινείται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση».
Αν σας ζητούσα μερικές ιδέες για το πώς θα κατόρθωνε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια διαδικασία catching up προς την υπόλοιπη Ευρώπη έπειτα από επτά χρόνια υστέρησης, τι θα σκεφτόσασταν;
«Δεν είμαι ειδικός στην ελληνική οικονομία, πέρα όμως από την ανάγκη καλλιέργειας της εκπαίδευσης, της γνώσης, της οικοδόμησης δυνατοτήτων, που δεν αμφισβητείται, θα έλεγα ότι πρώτον χρειάζεται επικέντρωση σε εξειδικευμένες αγορές. Μια τέτοια προσέγγιση βοηθά τις επιχειρήσεις να εξειδικευθούν, να συσσωρεύσουν δυνατότητες, να αλλάξουν επίπεδο. Αυτό που σκέφτομαι είναι μια ομάδα ικανών επιχειρήσεων, ας είναι και μικρές, σε μια εξειδικευμένη αγορά, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια. Δεύτερον, μια καλή ιδέα είναι η επικέντρωση στην καλλιέργεια καινοτόμων επιχειρήσεων νέας γενιάς που βασίζονται, ας πούμε, στους δεξιοτέχνες επιχειρηματίες που ξέρουν να χρησιμοποιούν προς όφελός τους συστήματα και δίκτυα –το πανεπιστήμιο, τους νέους οικονομικούς θεσμούς, τις εθνικές ή ευρωπαϊκές πολιτικές. Νομίζω ότι αυτά θα συνιστούσαν μια καλή εναλλακτική λύση υπέρβασης της κρίσης αντί των μαζικών, επιθετικών προγραμμάτων που τελικά απέτυχαν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ