Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ τροφίμων, οι τηλεπικοινωνίες, η ναυτιλία, οι κατασκευές, το εμπόριο και οι τραπεζικές υπηρεσίες είναι οι τομείς στους οποίους επικεντρώνεται η ελληνική επενδυτική δραστηριότητα στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας την τελευταία περίοδο υπάρχει μεγάλη αύξηση των ελληνικών επενδύσεων στην περιοχή, γεγονός στο οποίο συμβάλλει αποφασιστικά ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων.


Ειδικότερα στη Βουλγαρία ως τον Ιούνιο είχαν ιδρυθεί περίπου 1.000 αμιγώς ελληνικές ή μεικτές ελληνοβουλγαρικές επιχειρήσεις, ενώ το ύψος των συνολικών επενδύσεων ανέρχεται στα 110 εκατομμύρια δολάρια και αντιστοιχεί στο 10% του συνολικού ξένου κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στη βουλγαρική αγορά. Στον πίνακα των άμεσων ξένων επενδύσεων στη Βουλγαρία, η συνολική αξία των οποίων ανέρχεται στα 577 εκατ. δολάρια, η Ελλάδα κατέχει την πέμπτη θέση με 7%, μετά τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ελβετία και το Βέλγιο και είναι πριν από την Αυστρία, τη Βρετανία, τη Ρωσία και τη Γαλλία.


Οι εταιρείες αυτές δραστηριοποιούνται στους τομείς του εμπορίου και της βιομηχανίας, ιδιαίτερα στους κλάδους: τροφίμων, ζυθοποιίας, ένδυσης, υπόδησης, φαρμάκων και νοσοκομειακού εξοπλισμού, ελαστικών, πλαστικών, χημικών προϊόντων, παραγωγής χάλυβα, ενέργειας, μεταφορών, υπηρεσιών, τηλεπικοινωνιών και τουρισμού.


Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πραγματικός αριθμός των εταιρειών ελληνικών συμφερόντων που παρουσιάζουν κάποια δραστηριότητα στη Βουλγαρία δεν ξεπερνά τις 450. Από αυτές οι 60 αναθέτουν την παραγωγή προϊόντων τους σε βουλγαρικές βιομηχανίες, οι 90 είναι εμπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται κυρίως στους κλάδους των τροφίμων και των καταναλωτικών προϊόντων και έχουν επενδύσεις λιγότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια. Τις μεγαλύτερες επενδύσεις έχουν πραγματοποιήσει η Δέλτα ΑΕ, η 3Ε ΑΕ, η Ιντρακόμ, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ΑΕ, ο όμιλος Βαρδινογιάννη και η Chipita ΑΕ.


Στη 12η θέση βρίσκεται η ελληνική επενδυτική δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το συνολικό κεφάλαιο που οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει στη ρουμανική αγορά ανέρχεται στα 58,064 εκατ. δολάρια. Οι τομείς στους οποίους το ελληνικό κεφάλαιο διαθέτει επενδυτική δραστηριότητα είναι: των τραπεζών και των ασφαλειών, της τυποποίησης τροφίμων και εμφιάλωσης ποτών, παραγωγής τηλεπικοινωνιακού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, παραγωγής έτοιμων ενδυμάτων, παραγωγής και διανομής φαρμακευτικών προϊόντων.


Οι 10 μεγαλύτερες επενδύσεις ελληνικών συμφερόντων στη Ρουμανία είναι: Banka Bucuresti (Τράπεζα Πίστεως) με 7,6 εκατ. δολάρια, Int’l Commercial Black Sea Bank (Εμπορική Τράπεζα) με 5,9 εκατ. δολ., Ιντρακόμ με 4,4 εκατ. δολάρια, Best Food’s Productions με 3,2 εκατ. δολάρια, Croif Mister Ρ με 2,2 εκατ. δολάρια, Frigorex Romania με 2,1 εκατ. δολάρια, Delrom (Δέλτα ΑΕ) με 2,1 εκατ. δολάρια, Apemin με 1,6 εκατ. δολάρια, Butan Gaz Romania (Πετρογκάζ ΑΕ) με 1,3 εκατ. δολάρια και Star Foods με 0,9 εκατ. δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι γνωστό το ύψος των επενδύσεων στον τομέα της ναυτιλίας, όπου υπάρχει ισχυρή ελληνική παρουσία.


Από τις 1.679 ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν ιδρυθεί στη ρουμανική αγορά, αυτές που διαθέτουν κάποια δραστηριότητα δεν είναι περισσότερες από 500.


Ως τον Ιούνιο του 1992 υπήρχαν σε ολόκληρη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας 150 ελληνικές επενδύσεις, με συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο 16,1 εκατ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζεται η αγορά του 20% του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών της Γιουγκοσλαβίας από τον ΟΤΕ, επένδυση που ανέρχεται στα 37 εκατ. δολάρια. Οι 82 από αυτές βρίσκοντας στη Σερβία και σε ποσοστό 85% δραστηριοποιούνταν στον τριτογενή τομέα. Αντίστοιχη γιουγκοσλαβική παρουσία υπήρχε και στον ελληνικό χώρο, με κύριο στόχο την προώθηση γιουγκοσλαβικών προϊόντων στην Ελλάδα.


Κατά την περίοδο του εμπάργκο οι επιχειρήσεις αυτές σταμάτησαν (τουλάχιστον επίσημα) τις δραστηριότητές τους και μετά την άρση του διεθνούς αποκλεισμού αρχίζουν να εμφανίζονται ξανά κυρίως στους τομείς του τουρισμού και του εμπορίου.


Εκτός του ΟΤΕ, άλλες ελληνικές επιχειρήσεις που συνεργάζονται με γιουγκοσλαβικές είναι μεταξύ των άλλων οι: Metaxa, 3Ε ΑΕ, ΙΟΝ ΑΕ, ΕΛΒΟ ΑΕ, Hundai Hellas, EVROIL, Μυτιληναίος ΑΕ (υπέγραψε συμφωνία στις 18 Απριλίου με την Trepca για τα ορυχεία μολύβδου και ψευδαργύρου), ΑΛΜΑ ΑΕ, Ασπίς Πρόνοια (ίδρυσε από κοινού με τη σερβική Dunav την Aspis Dunav, την πρώτη ασφαλιστική εταιρεία που θα ασχολείται με ασφάλειες ζωής στην ΟΔΓ), International Marine Service Oil Trading Ltd (συζητά τη μεταφορά καυσίμων, ναύλωση πλοίων κλπ.), Ελλάς ΑΕ (ελληνική εταιρεία τσιγάρων από τη Θεσσαλονίκη ίδρυσε με τη γιουγκοσλαβική Din στις 17 Μαΐου 1996 τη μεικτή Din – Hellas με στόχο την κατασκευή καπνεργοστασίου στην Κεντρική Ασία), Abc Group (συνεργασία με την γιουγκοσλαβική εταιρεία σουπερμάρκετ, που διαθέτει 100 καταστήματα στην περιοχή του Κοσόβου, για την τοποθέτηση ελληνικών προϊόντων σε αυτά και τη δημιουργία μόνιμου εκθεσιακού κέντρου στο Βελιγράδι) και η Δέλτα ΑΕ (ενδιαφέρεται για συνεργασία με γιουγκοσλαβική εταιρεία για την παραγωγή παγωτού.


Ανοδικό ρυθμό παρουσιάζουν και οι ελληνικές επενδύσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, από 13 που ήταν το 1992 ανήλθαν στις 63 το 1995. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της Καπνικής Μηχαηλίδης ΑΕ, που το 1996 εξαγόρασε τη Strumnica Tabak, ενώ συνεργάζεται και με τη Makedonia Tabak.


Η εταιρεία Μυτιληναίος ΑΕ, έχει υπογράψει πρωτόκολλο συνεργασίας για την εκμετάλλευση των ορυχείων Zletovo – Sasa, έναντι 3 εκατ. δολαρίων, ενώ η συμμετοχή της εταιρείας στο επενδυτικό σχέδιο θα κυμανθεί μεταξύ 7 και 10 εκατ. δολαρίων (οι προβλεπόμενες από το συμβόλαιο ποσότητες μολύβδου θα ανέλθουν σε 34.450 τόνους και ψευδαργύρου σε 13.100 τόνους συνολικής αξίας 38 εκατ. δολαρίων). Οι γαλακτοβιομηχανίες ΕΒΓΑ ΑΕ, Κρι – Κρι, Δέλτα ΑΕ και άλλες μικρότερες έχουν πολύ καλή θέση στην αγορά του παγωτού.


Η αλυσίδα σουπερμάρκετ Βερόπουλος άνοιξε κατάστημα στα Σκόπια, ενώ ενδιαφέρον έχει εκδηλώσει η 3Ε ΑΕ για συνεργασία στην παραγωγή και διανομή αναψυκτικών με την Α.D. Brewery. Η ελληνική εταιρεία Agroinvest ΑΕ έχει προτείνει τη διάθεση των λιμενικών και αποθηκευτικών της εγκαταστάσεων που βρίσκονται στην περιοχή Αχλαδίου Φθιώτιδας και επί της εθνικής οδού Αθηνών – Θεσσαλονίκης για τη φόρτωση και εκφόρτωση φορτίων για λογαριασμό της πΓΔΜ.


Η κατεστραμμένη από τον εμφύλιο πόλεμο Βοσνία – Ερζεγοβίνη έχει ήδη αρχίσει να δέχεται τις πρώτες ελληνικές επενδύσεις. Ετσι στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος ανασυγκρότησης της Βοσνίας κοινοπραξία ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων, που αποτελείται από τις Μέτων – ΕΤΕΠ, ΔΟΚΑΤ, Δομικά Εργα και Σαραντόπουλος, ανέλαβε το 1996 την ανέγερση δύο σχολείων και ενός μεγάλου νοσοκομείου στο Σαράγεβο.


Επίσης τον Ιανουάριο του 1996 υπογράφηκαν πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ ελληνικών και σερβοβοσνιακών επιχειρήσεων στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, των τεχνικών έργων και των προϊόντων δασικής εκμετάλλευσης.


Συγκεκριμένα η Hellascom, θυγατρική εταιρεία του ΟΤΕ, διεκδικεί την ανάληψη της κινητής τηλεφωνίας, η ΔΕΗ σχεδιάζει τη χορήγηση πίστωσης 10 εκατ. δολαρίων για την εκτέλεση ενεργειακών προγραμμάτων στο Lievik της Srpska, η ΕΤΕΠ συμφώνησε με την επιχείρηση Krajina συνεργασία στους τομείς των τεχνικών έργων και δασικών προϊόντων.


Παράλληλα τον Νοέμβριο του 1996 η κατασκευαστική και εμπορική εταιρεία Γενέρ ΑΕ υπέγραψε στην Μπάνια Λούκα συμφωνίες για: την ίδρυση μεικτής εταιρείας Cajavec Gener Engineering Ltd για την εκτέλεση τηλεπικοινωνιακών έργων και την εμπορία υλικού υψηλής τεχνολογίας, τη σύσταση εταιρείας με τον ΡΤΤ Krajina και την Cajavec για την εγκατάσταση και λειτουργία καρτοτηλεφώνων με την επωνυμία Telecard Krajina Telephone Sercices Ltd Banja Luka (ποσοστό ΡΤΤ 51%, Cajavec 14%, Γενέρ 35%) και την προμήθεια, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεφωνικού δικτύου 250 καρτοτηλεφώνων στην Μπάνια Λούκα κατασκευής Ιντρακόμ.


Εξαιρετικό ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός ότι στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων ένα μικρό αλλά αξιοσημείωτο τμήμα τους αφορά ελληνικές επενδύσεις στην άλλη άκρη του Αιγαίου, στην Τουρκία.


Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, στην τουρκική αγορά έχουν γίνει 32 επενδύσεις από ελληνικές επιχειρήσεις συνολικού ύψους 226,4 δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Από αυτές οι 12 αφορούν τον κλάδο των εστιατορίων, 11 τον τομέα του εμπορίου, 9 τον τουριστικό κλάδο (ξενοδοχειακές επιχειρήσεις), 2 τον κλάδο των ορυκτών και από μία τον τομέα της γεωργίας, τους κλάδους του καπνού, του δέρματος, των μη σιδηρούχων μετάλλων, των αεροπορικών μεταφορών, ενώ τρεις αναφέρονται γενικά στον τομέα των υπηρεσιών. Η τραγική εμπειρία με την Αλβανία


Η ΑΛΒΑΝΙΚΗ περίπτωση εξελίχθηκε τελικά σε μια τραγική εμπειρία για αρκετούς έλληνες επιχειρηματίες, μικρομεσαίου οικονομικού μεγέθους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν επιχορηγηθεί από τον αναπτυξιακό νόμο 1892/90 για την παραγωγική τους δραστηριοποίηση στην Αλβανία.


Στα πλαίσια εξάλλου της ελληνικής βοήθειας προς την Αλβανία, όπως είναι γνωστό, εντάσσεται και η κυβερνητική απόφαση για χορήγηση δανείου ύψους 20 δισεκατομμυρίων.


Από το ποσό του δανείου τα 2 δισ. είναι δωρεάν οικονομική βοήθεια, ενώ το 20% του συνολικού δανείου, περίπου 40 δισ. δραχμές, θα διατεθεί για αποζημίωση των ελληνικών επιχειρήσεων που υπέστησαν ζημιές στη διάρκεια της εξέγερσης και η αλβανική κυβέρνηση οφείλει να το πράξει στα πλαίσια της συμφωνίας για την προστασία των επενδύσεων.


Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της καταστροφής αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αλβανία λειτουργούσαν 200 επιχειρήσεις ­ η Ελλάδα κατείχε τη δεύτερη θέση μετά την Ιταλία σε επενδύσεις ξένου κεφαλαίου ­, με συνολικό ύψος επενδεδυμένου κεφαλαίου 52 εκατ. δολάρια, οι οποίες δημιούργησαν 7.342 θέσεις εργασίας. Από αυτές οι 133 εταιρείες, των οποίων το επενδεδυμένο κεφάλαιο ήταν 14,5 δισ. δραχμές, επιχορηγήθηκαν με συνολικό ποσό 3,6 δισ. δραχμών. Ο κ. υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Αλ. Μπαλτάς εξηγεί τις προτεραιότητες του οικονομικού επιτελείου Πώς θα πρωταγωνιστήσει η Ελλάδα



ΤΗΝ αναγκαιότητα ενίσχυσης του πρωταγωνιστικού ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια επισημαίνει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Αλ. Μπαλτάς, τονίζοντας όμως ότι η ως τώρα παρουσία της είναι ιδιαίτερα σημαντική, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των εξαγωγών και των επενδύσεων.


Επίσης προσθέτει ότι «αυτό φαίνεται ακόμη και από την αναγνώριση από τις βαλκανικές χώρες του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή και στην πορεία τους προς την Ευρωπαϊκή Ενωση και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου». Βέβαια δεν διαδραματίζει μόνο η Ελλάδα σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια «αλλά σημαντικός είναι και ο ρόλος που η περιοχή διαδραματίζει στην οικονομία της χώρας μας».


Αναπτύσσοντας ο κ. Μπαλτάς τη βαλκανική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, υποστηρίζει κατ’ αρχήν ότι «πρέπει να ενισχυθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Ελλάδας στα πλαίσια του Οργανισμού Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου, εν όψει της μετατροπής του σε Διεθνή Οικονομικό Οργανισμό, και της Τράπεζας Εμπορίου και Ανάπτυξης του Ευξείνου Πόντου, καθώς επίσης και στα πλαίσια της πρωτοβουλίας των ΗΠΑ για την ενίσχυση της συνεργασίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη στους τομείς οικονομίας και περιβάλλοντος».


Παράλληλα «πρέπει να αξιοποιηθούν από ελληνικές εταιρείες τα προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη». Στο πλαίσιο, λοιπόν, μιας νέας στρατηγικής «είναι ανάγκη να επανεξετασθεί ο θεσμός παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, οι λεγόμενες εξαγωγικές πιστώσεις, κατά τρόπον ώστε να καλυφθούν και οι τομείς των τηλεπικοινωνιών, των τεχνικών έργων και άλλων επενδυτικών σχεδίων, ενώ εκτιμώ ότι είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα κέντρο διεθνών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, που θα δίνει έμφαση στη δημιουργία μεικτών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια». Εμπορικό πλεόνασμα 555 εκατ. δολάρια


ΠΟΣΟΣΤΟ μεγαλύτερο από το 10% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών απορροφούν οι βαλκανικές αγορές, γεγονός που τους προσδίδει ιδιαίτερη σημασία, τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για τις ελληνικές επιχειρήσεις που εξάγουν στην περιοχή τα προϊόντα τους. Το εμπορικό πλεόνασμα της Ελλάδας, πέρυσι, ήταν της τάξεως των 555 εκατ. δολαρίων.


Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία στη διάρκεια του 1996, το συνολικό ύψος των εξαγωγών στην περιοχή ανήλθε στα 822 εκατ. δολάρια, πόσο που αντιστοιχεί στο 11% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1990 η αξία των εξαγωγών μας ήταν μόλις 130 εκατ. δολάρια.


Στον πρώην ενιαίο οικονομικό χώρο της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Κροατία, Σλοβενία, πΓΔΜ) η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών το 1996 ανήλθε στα 418 εκατ. δολάρια, έναντι 68 εκατ. δολαρίων το 1992.


Στη διάρκεια του 1996 οι ελληνικές εξαγωγές στη Βουλγαρία ανήλθαν στα 323,7 εκατ. δολάρια, ενώ οι εισαγωγές μας ήταν 368,3 εκατ. δολάρια, στη Ρουμανία η αξία των εξαγωγών ήταν 173,8 εκατ. δολάρια, ενώ οι εισαγωγές από αυτήν ήταν 143,8 εκατ. δολάρια, στην Τουρκία οι εξαγωγές του πρώτου εξαμήνου του 1996 ήταν 163,8 εκατ. δολάρια, ενώ στο ίδιο διάστημα οι εισαγωγές από την Τουρκία ήταν 105 εκατ. δολάρια.