Την εκτίμηση ότι τα προγραμματισμένα για την άνοιξη του 2018 Stress Tests, τα οποία θα γίνουν με βάση την ομοιόμορφη μεθοδολογία της EBA, δεν είναι ένα test «πέτυχες/απέτυχες», διατύπωσε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και Πρόεδρος της Eurobank Ergasias, Νίκος Καραμούζης.

Μιλώντας κατά την παρουσίαση βιβλίου με τίτλο «Non-Performing Loans And Resolving Private Sector Insolvency: Experiences From The EU Periphery And The Case of Greece» στο LSE – Hellenic Observatory, υπογράμμισε ότι τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης θα αποτυπωθούν στις απαιτήσεις που θα θέσει ο επόπτης σε κάθε τράπεζα χωριστά.

Αυτό σημαίνει, τόνισε ο κ. Καραμούζης, ότι εάν μία τράπεζα έχει ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης θα διαθέτει χρόνο να υποβάλει σχέδιο επίτευξης αυτών των αυστηρών απαιτήσεων αρχικά μέσω πρωτοβουλιών ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης και του ισολογισμού της και εάν είναι αναγκαίο και μέσω αύξησης κεφαλαίου.

Σύμφωνα με τον έμπειρο τραπεζίτη, «δεν πρέπει να μετατρέψουμε ένα υποθετικό ζήτημα μελλοντικής ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, το οποίο δεν έχει καν τεκμηριωθεί, σε μία «χαλαρή» δημόσια συζήτηση, όπως πρόσφατα έκανε το ΔΝT ζητώντας δημόσια τη διεξαγωγή AQR και αφήνοντας υπονοούμενα για ανάγκη κεφαλαιακών ενισχύσεων».

Ο κ. Καραμούζης τόνισε πως κάτι τέτοιο μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα στις τράπεζες και την οικονομία καθώς:

– Ενθαρρύνει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές (εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύουν το 25% των NPEs).
– Τροφοδοτεί κερδοσκοπικές συμπεριφορές στις αγορές.
– Υπονομεύει τις προσπάθειες για την επιστροφή καταθέσεων.
– Αυξάνει τον «ηθικό κίνδυνο».

«Πρέπει να εμπιστευτούμε τον εποπτικό μηχανισμό της ΕΚΤ, τον SSM, που έχει και την αρμοδιότητα εντός της ευρωζώνης να αξιολογεί και να καθορίζει τη χρηματοοικονομική και κεφαλαιακή θέση της κάθε τράπεζας» πρόσθεσε ο πρόεδρος της ΕΕΤ.

Συμπλήρωσε δε ότι «ο SSM βασιζόμενος στις δικές του αξιολογήσεις θα συζητήσει με τη διοίκηση και το management της κάθε τράπεζας ξεχωριστά και εμπιστευτικά πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες και θα ζητήσει να υποβληθεί ένα σχέδιο δράσεων για να διορθωθεί η όποια κεφαλαιακή έλλειψη εντοπίζεται στη βάση της σωστής ανάλυσης των δεδομένων».

Αναφερόμενος στο κεφαλαιακό «μαξιλάρι» που διατηρεί ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος, ο κ. Καραμούζης υποστήριξε ότι οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ακόμα και σήμερα δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier1 μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: στο 17,2% κατά μέσο όρο, ή 33 δισ. ευρώ κεφάλαια, ενώ ακόμη και με όρους πλήρους εφαρμογής της CRD IV (fully loaded) ο δείκτης αυτός είναι 16,3%.

«Επομένως διαθέτουν ένας από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας – και πάλι μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωζώνη. Έτσι, οι Ελληνικές τράπεζες διατηρούν ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα – σημαντικά υψηλότερο από το ελάχιστο που προβλέπει ο SSM (12,25%)» εξήγησε ο κ. Καραμούζης.

Τα κόκκινα δάνεια

Αναφερόμενος στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είπε ότι οι Τράπεζες φαίνεται ότι θα επιτύχουν τους στόχους μείωσης των NPEs για το 2017.

Χαρακτήρισε δε ενθαρρυντικό το γεγονός ότι μετά από χρόνια καθυστερήσεων στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε πλέον το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για τη διαχείριση των NPLs και των NPEs και θεσμοθετήθηκαν ρυθμίσεις όπως είναι η δυνατότητα πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, ο νέος πτωχευτικός κώδικας και οι αδειοδοτήσεις εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων.

«Είναι κρίσιμο να πραγματοποιηθούν απρόσκοπτα οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, καθώς μέσω αυτών αποθαρρύνονται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, η διαδικασία είναι διαφανής, το κυριότερο, όμως βελτιώνεται η αξία ρευστοποίησης των διαθέσιμων εξασφαλίσεων αντανακλώντας τα επίπεδα των προβλέψεων που έχουν σχηματιστεί για τα NPEs» πρόσθεσε ο ίδιος.