Πριν από τρία χρόνια, το φθινόπωρο του 2014, η αισιοδοξία στις τραπεζικές διοικήσεις για επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν διάχυτη. Μετά από δύο επιτυχημένους γύρους ανακεφαλαιοποίησης και την εξασφάλιση «πιστοποιητικού» φερεγγυότητας από τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που μόλις είχαν ολοκληρωθεί, τα πιστωτικά ιδρύματα ζέσταιναν τις μηχανές τους για τη χορήγηση νέων δανείων τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ το 2015.
Οι καταθέσεις είχαν σταθεροποιηθεί γύρω από τα 160 δισ. ευρώ, ο δανεισμός από τον ELA προσέγγιζε το… μηδέν, οι αγορές είχαν αρχίσει να ανοίγουν ξανά για Δημόσιο και τράπεζες, η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης βρισκόταν προ των πυλών και οι θεσμοί προέβλεπαν ανάπτυξη πάνω από 2% για το επερχόμενο 12μηνο.
Διάψευση προσδοκιών
Ούτε οι πλέον απαισιόδοξοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τότε αυτό που θα ακολουθούσε. Μέσα σε έξι μήνες τα πάντα ανατράπηκαν. Η πολιτική αλλαγή τον Ιανουάριο του 2015 και η επιλογή της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να διαπραγματευτεί… μέχρι τελικής πτώσεως με τους δανειστές για ριζική αλλαγή του Μνημονίου έφεραν τα πάνω κάτω.
Μέσα σε λίγους μήνες χάθηκε το 25% της καταθετικής βάσης, ο δανεισμός από τον έκτακτο μηχανισμό στήριξης της Τράπεζας της Ελλάδος επανήλθε σε απαγορευτικά για τη χρηματοδότηση της οικονομίας επίπεδα, για να ολοκληρωθεί το πρώτο εξάμηνο εκείνης χρονιάς με το κλείσιμο των τραπεζών, την επιβολή των capital controls και μία νέα άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που οδήγησε στην τρίτη, αναγκαστική, ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος.
Δύο χρόνια αργότερα, η αγορά αναζητεί το νέο σημείο ισορροπίας της. Οι πρόδρομοι δείκτες για την οικονομική δραστηριότητα δείχνουν μία σαφή βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών. Παρά το μπαράζ φόρων που πνίγει την επιχειρηματικότητα και μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας. Το 2017 αναμένεται να κλείσει με ανάπτυξη γύρω στο 1,50% και οι πρώτες εκτιμήσεις για το 2018 είναι συγκρατημένα αισιόδοξες για επανάληψη ή και ενίσχυση αυτών των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ.

Σχέδιο εκταμίευσης
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι τράπεζες προσπαθούν να… συνέλθουν από το πισωγύρισμα του 2015. Με ώθηση από το τουριστικό ρεύμα και με σαφή βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, οι καταθέσεις άρχισαν να επιστρέφουν, η χρηματοδότηση από τον ELA έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 30 μηνών και οι πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης της ζήτησης για χρήμα από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αναπτυσσόμενους κλάδους είναι εμφανής.
Οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι έχουν εκπονήσει ένα σχέδιο για τη σταδιακή εκταμίευση νέων δανείων ύψους 15-20 δισ. ευρώ μέχρι και το 2020, ρευστότητα που θα διοχετευθεί κατά κύριο λόγο σε επιχειρήσεις και δευτερεύοντως σε νοικοκυριά.
Αναγκαίες συνθήκες για την επίτευξη αυτού του στόχου αποτελούν η περαιτέρω ενίσχυση των χρηματοδοτικών πόρων του συστήματος, με την αύξηση της καταθετικής βάσης και την επανασύνδεση των τραπεζών με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία προϋποθέτει την ολοκλήρωση χωρίς μεγάλες καθυστερήσεις της τρίτης αξιολόγησης.
Κλειδί οι επενδύσεις
Οι τραπεζίτες θεωρούν ότι «κλειδί» για το γύρισμα της οικονομίας είναι οι επενδύσεις. Μέχρι στιγμής η ανάκαμψη στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης και στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του τουριστικού τομέα. Μικρότερη συμβολή στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας έχει η ιδιωτική κατανάλωση.
Οπως επισημαίνει η Alpha Bank σε πρόσφατη έκθεσή της, το ζητούμενο πλέον για την ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες αποτελούν το μέσο για τη δομική μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Οι οικονομολόγοι της τράπεζας υπογραμμίζουν ότι οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, στο 11,0%, στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, έναντι 23,8% στο πρώτο τρίμηνο του 2008. Επιπλέον, οι επενδύσεις σε κατοικίες συνεχίζουν να μειώνονται, κατά 5,1% σε ετήσια βάση στο δεύτερο τρίμηνο του 2017. Η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, απόρροια της κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα οι επενδύσεις σε κατοικίες να αποτελούν μόλις το 0,6% του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο του 2017 από 10,8% στο δεύτερο τρίμηνο του 2007! Οι επενδύσεις σε κατασκευές εξαιρουμένων των κατοικιών επίσης μειώθηκαν κατά 9,3% σε ετήσια βάση στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, αντανακλώντας τις περιορισμένες δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Οι προβλέψεις
Η Alpha Bank αναμένει σταδιακή επιτάχυνση της ανάκαμψης στο δεύτερο εξάμηνο, όπως καταδεικνύουν μια σειρά δεικτών οικονομικής συγκυρίας. Συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση δεν φαίνεται να εξασθενεί, οι τουριστικές εισπράξεις και αφίξεις αναμένεται να διατηρήσουν, και ενδεχομένως να αυξήσουν, στο γ’ τρίμηνο τη δυναμική που παρουσίασαν στο πρώτο εξάμηνο του 2017, οι αποκρατικοποιήσεις θα συμβάλουν στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ενώ η επανεκκίνηση του προγράμματος εκκαθάρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών θα τονώσει τις συνθήκες ρευστότητας, επιτρέποντας την πραγματοποίηση επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Η Eurobank από την πλευρά της εκτιμά ότι η χρονιά θα κλείσει με ρυθμούς ανάπτυξης από 1% έως 2%, ανάλογα με την πορεία του ΑΕΠ στο γ’ και στο δ’ τρίμηνο του έτους. Σύμφωνα με την τράπεζα, βάσει των έως τώρα δημοσιευμένων δεικτών υψηλής συχνότητας (π.χ. οικονομικό κλίμα, δείκτης PMI) τα μηνύματα είναι θετικά.
Η Eurobank σημειώνει ότι αν η ελληνική οικονομία το γ’ και το δ’ τρίμηνο του 2017 αναπτυχθεί με ρυθμό 0,58% σε τριμηνιαία βάση, το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,00%, ενώ με υψηλότερη μεγέθυνση την ίδια περίοδο (1,24%, 1,63% και 1,90%), στο σύνολο του έτους η ανάπτυξη θα φτάσει το 1,50%, το 1,80% και το 2,00% αντίστοιχα.
Πώς θα ενισχυθεί η ρευστότητα

Οι τράπεζες θα επιχειρήσουν να ενισχύσουν τη ρευστότητα που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία με τους ακόλουθους τρόπους:

1) Αύξηση χορηγήσεων σε επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης, με επιτόκια που θα κινούνται γύρω από τα επίπεδα του 8% χωρίς εξασφαλίσεις και 4% αν παρασχεθούν εγγυήσεις. Τα δάνεια αυτά θα χρηματοδοτούν ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης, αλλά και σε επενδυτικά σχέδια για την επέκταση σε νέες αγορές και για τη βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, με απόκτηση νέων παγίων.
Εμφαση αναμένεται να δοθεί στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Για τον λόγο αυτόν οι τράπεζες θα πραγματοποιήσουν ένα σαφάρι στην εγχώρια αγορά για τον εντοπισμό των πιο ελκυστικών για χορήγηση δανείων εταιρειών.
2) Αξιοποίηση συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Μέχρι στιγμής οι ελληνικές τράπεζες έχουν υπογράψει συμφωνίες χρηματοδότησης ύψους 1 δισ. ευρώ με την ΕΤΕπ και εκτιμάται ότι καθώς θα βελτιώνονται οι οικονομικές συνθήκες το ποσό αυτό θα αυξηθεί σταδιακά.
Οι χορηγήσεις αυτές θα διοχετευτούν στον μεγαλύτερο βαθμό σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κυρίως στους κλάδους της βιομηχανίας, του τουρισμού και της παροχής υπηρεσιών, με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων και αναγκών κεφαλαίου κίνησης, με μειωμένο κόστος.
Με τα προγράμματα αυτά μειώνεται σημαντικά το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις, καθώς ένα υψηλό ποσοστό των δανείων που δίνονται είναι εγγυημένο από την ΕΤΕπ.
3) Προώθηση κοινοτικών προγραμμάτων. Οι τράπεζες καλούνται να παίξουν συμβουλευτικό ρόλο για τη διοχέτευση κονδυλίων του ΕΣΠΑ στην πραγματική οικονομία, αλλά και να χρηματοδοτήσουν μέρος των επενδυτικών πλάνων των επιχειρήσεων.
4) Προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας. Στοχεύουν στην αμοιβαία επωφελή συνεργασία μεταξύ των παραγωγών και των επιχειρήσεων που συνδέονται με την αγροτική παραγωγή, με την ενίσχυση της ρευστότητας όλων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων (μεταποιητική / εξαγωγική επιχείρηση, επιχειρήσεις εμπορίας αγροεφοδίων, κ.ά.) και τον εκσυγχρονισμό του συναλλακτικού κυκλώματος του τομέα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ