Νέο κρούσμα προστατευτισμού στη «Μέκκα» της παγκοσμιοποίησης. Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ απαγόρευσε την πώληση της αμερικανικής εταιρείας ημιαγωγών Lattice Semiconductor στην Canyon Bridge Capital Partners, επενδυτική εταιρεία κινεζικών συμφερόντων.
Η Canyon Bridge Capital Partners είχε εκδηλώσει από τον περασμένο Νοέμβριο ενδιαφέρον για να εξαγοράσει την αμερικανική εταιρεία αντί τιμήματος 1,3 δισ. δολαρίων. Την Πέμπτη η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον διεμήνυσε ότι δεν εγκρίνει τη συμφωνία.
Μετά την κυβερνητική παρέμβαση αμφότερες οι εταιρείες εξέφρασαν με ανακοινώσεις την απογοήτευσή τους για την απόφαση, η οποία συμπίπτει πάντως με μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ γίνονται όλο και πιο καχύποπτες αναφορικά με τις σινοαμερικανικές επιχειρηματικές σχέσεις.
Συμπίπτει, όμως, και μια περίοδο θεαματικής αύξησης των κινεζικών επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016 η αξία των επενδύσεων αυτών εκτινάχθηκε στα 46 δισ. δολάρια, ήταν δηλαδή τριπλάσια από την αξία των κινεζικών επενδύσεων το 2015, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Rhodium Group.

Γιατί αποκλείστηκε η Lattice
Είναι αλήθεια πάντως ότι πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη στις ΗΠΑ έχουν απευθύνει εκκλήσεις προς την αμερικανική διοίκηση να ελέγχει προσεκτικότερα τις κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ, κυρίως στον τεχνολογικό τομέα.
Εν προκειμένω, η κυβέρνηση Τραμπ δικαιολογεί τη ματαίωση της συμφωνίας Lattice Semiconductor-Canyon Bridge Capital Partners υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν ανησυχίες για «πιθανή μεταφορά δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από την Lattice, η οποία κατασκευάζει προηγμένους ημιαγωγούς για υπολογιστές. Η κυβέρνηση Τραμπ αναφέρει επίσης την χρήση προϊόντων της Lattice από την αμερικανική κυβέρνηση.
Η εδρεύουσα στην Πολιτεία του Όρεγκον Lattice Semiconductor εμφάνισε ζημίες τα δύο τελευταία οικονομικά έτη 2016 και 2015, ενώ η πρόταση της Canyon Bridge περιελάμβανε premium στην τιμή της μετοχής της Lattice.
Μακρά η ιστορία των απαγορεύσεων
Δεν είναι η πρώτη παρέμβαση της Ουάσιγκτον προκειμένου να ματαιωθεί για πολιτικούς λόγους –που ευσχήμως μετατρέπονται σε «λόγους εθνικής ασφάλειας». Ο τέως πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κατά την οκταετή θητεία του απέτρεψε δύο ανάλογες συμφωνίες, αμφότερες μάλιστα αφορούσαν σκοπούμενες επενδύσεις στις ΗΠΑ από κινεζικές εταιρείες.
Επίσης στα μέσα της περασμένης δεκαετίας η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους του νεοτέρου παρενέβη για να αποκλειστεί η εξαγορά πέντε αμερικανικών λιμένων από την εδρεύουσα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα εταιρεία Dubai Ports World. Επίσης το 2005 η αμερικανική διοίκηση είχε αποτρέψει την εξαγορά της πέμπτης (τότε) σε παραγωγή πετρελαϊκής εταιρείας των ΗΠΑ Unocal από την κινεζική CNOOC.
Αλλά και πριν από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Πεντάγωνο –την πρώτη που εκδηλώθηκε εναντίον στρατιωτικού στόχου σε αμερικανικό έδαφος μετά τον αεροπορικό βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ το 1941 –Αμερικανοί πρόεδροι είχαν μπλοκάρει εξαγορές εγχώριων εταιρειών από ξένες. Το 1990, για παράδειγμα, ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος επίσης είχε αποκλείσει την εξαγορά βιομηχανικής μονάδας στο Σιάτλ από κινεζική εταιρεία. Επίσης «για λόγους εθνικής ασφαλείας».