Υστερα από σχεδόν μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, καθώς και οκτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής, κοινός τόπος είναι πως αφού μόνο το κενό χρηματοδότησης ως το 2022 υπολογίζεται στα 155 δισ. ευρώ, για να «γυρίσει» η οικονομία, απαιτούνται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις την επόμενη επταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία, επενδύσεις που στη σημερινή συγκυρία μπορούν να χρηματοδοτηθούν κυρίως από το εξωτερικό, εφόσον βέβαια η Ελλάδα καταφέρει και θελήσει κάποτε να γίνει πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα.
Ετσι οι παλινωδίες και τα προβλήματα που παρατηρούνται σήμερα σε μία σειρά επενδύσεων στην Ελλάδα, από την αξιοποίηση της Κασσιόπης ως την υπόθεση «Ελληνικός Χρυσός» και το Ελληνικό, παρακολουθούνται στενά από τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια και παίζουν τον δικό τους ρόλο στην προσπάθεια της χώρας να βγει από τη στενωπό. Η αναστολή των επενδύσεων στην Ελλάδα που αποφάσισε η καναδική Eldorado Gold επιδρά –όπως εκτιμάται στην αγορά –αρνητικά στο οικονομικό κλίμα.
Η προσέλκυση επενδύσεων αποτελεί όμως σημείο-κλειδί για τη χώρα καθώς τα στοιχεία της AMECO δείχνουν πως η Ελλάδα παρουσιάζει με 11,7% το μικρότερο ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου ο μέσος όρος επενδύσεων ανέρχεται στο 19,8% και στη γειτονική μας Ρουμανία φθάνει στο 24,9%. Ο συνδυασμός μάλιστα της παρατεταμένης ύφεσης και της πιστωτικής ανεπάρκειας έχει εξανεμίσει μεταξύ 2008 και 2016 το 64% των «φυσικών» επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της PwC, από το 2009 ως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ (το οποίο μειώθηκε εξάλλου στα χρόνια της κρίσης κατά 26%) στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό ύψους 540 δισ. ευρώ. Τα δεδομένα δείχνουν μάλιστα πως θα πρέπει άμεσα να αυξηθούν οι ετήσιες επενδύσεις για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη καθώς οι ανάγκες της οικονομίας ως το 2022 υπολογίζονται σε 270 δισ. ευρώ, απεικονίζοντας την αναγκαιότητα μιας επενδυτικής έκρηξης τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στις υποδομές, στην κατοικία και στον αγροτικό τομέα. Ωστόσο, οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης υπολείπονται σημαντικά των απαιτήσεων ώστε να καλυφθεί το ποσό των 270 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανοδική έκρηξη την οικονομία, καθώς το κενό χρηματοδότησης υπολογίζεται στα 155 δισ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, το υψηλό κόστος δανεισμού και οι αβεβαιότητες λειτούργησαν ανασταλτικά όχι μόνο στη ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό, αλλά και στη διάθεση των ελλήνων επιχειρηματιών για επενδύσεις. Είναι ενδεικτικό ότι οι καθαρές δανειακές ροές (νέα δάνεια μείον αποπληρωμές) από το 2011 μέχρι το 2015 ήταν έντονα αρνητικές, και το 2016 έγιναν θετικές κατά μόλις όμως 120 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας περιορισμένη ζήτηση, αλλά και στενότητα ρευστότητας και πιο συντηρητική πολιτική χρηματοδοτήσεων εκ μέρους των τραπεζών, οι οποίες αν και υποχρεώθηκαν σε διαδοχικές αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 64 δισ. ευρώ στα χρόνια της κρίσης δεν δείχνουν ότι είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία.
Εξάλλου το τραπεζικό σύστημα απώλεσε καταθέσεις συνολικά 125 δισ. ευρώ, ενώ στηρίχθηκε στο Ευρωσύστημα για να επιβιώσει. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπέρασαν τα 106 δισ. ευρώ, ενώ κατέστησαν αναγκαίο τον σχηματισμό προβλέψεων άνω των 57 δισ. ευρώ. Οι μέτοχοι των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, έχασαν δύο φορές το σύνολο της επένδυσής τους στις τράπεζες, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων, επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να υλοποιήσουν προγράμματα αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων τους, ενώ ορισμένες οδηγήθηκαν στην πτώχευση.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις τον Σεπτέμβριο του 2008 δανείζονταν λιγότερο από 1% ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το κόστους δανεισμού τους στη συνέχεια όμως σχεδόν τριπλασιάστηκε από τα προ Lehman επίπεδα, με σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοροές των επιχειρήσεων. Φυσικά, το υψηλό κόστος δανεισμού και οι αβεβαιότητες λειτούργησαν ανασταλτικά όχι μόνο στη ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό, αλλά και στη διάθεση των ελλήνων επιχειρηματιών για επενδύσεις. Είναι δε ενδεικτικό ότι οι καθαρές δανειακές ροές (νέα δάνεια μείον αποπληρωμές) από το 2011 μέχρι το 2015 ήταν έντονα αρνητικές, και το 2016 έγιναν θετικές, κατά μόλις όμως 120 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας περιορισμένη ζήτηση αλλά και στενότητα ρευστότητας και πιο συντηρητική πολιτική χρηματοδοτήσεων εκ μέρους των τραπεζών.

HeliosPlus