Γκάζι στις αναδιαρθρώσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων καλούνται να πατήσουν οι τράπεζες τα επόμενα τρίμηνα, για να καλύψουν το χαμένο έδαφος του πρώτου εξαμήνου της εφετινής χρονιάς. Οι αρνητικές επιδόσεις στο μέτωπο των επισφαλειών σημειώνονται σε μια κρίσιμη για τον κλάδο συγκυρία, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη δειγματοληπτικοί έλεγχοι στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια από κλιμάκια της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), λίγο πριν από την έναρξη των πανευρωπαϊκών stress tests στις αρχές του 2018 και εν μέσω πιέσεων από το ΔΝΤ για νέα εκτεταμένη αξιολόγηση των στοιχείων του ενεργητικού τους.
Τους προβληματισμούς των τραπεζικών διοικήσεων εντείνει και η εφαρμογή από τον ερχόμενο Ιανουάριο των νέων αυστηρότερων λογιστικών προτύπων, τα οποία θα υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα σε ολόκληρη την ευρωζώνη να διενεργούν προβλέψεις ακόμα και για τυπικά ενήμερα δάνεια, τα οποία εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες να καταστούν προβληματικά στο μέλλον.
Το πισωγύρισμα
Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, το πρώτο μισό του 2017 προστέθηκαν στους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων για διάστημα 3 μηνών και άνω (NPLs) οφειλές συνολικού ύψους 620 εκατ. ευρώ από όλες τις κατηγορίες πίστης. Το κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε λόγω της εκκρεμότητας της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία τελικώς ολοκληρώθηκε στα μέσα του περασμένου Ιουνίου, ανέτρεψε τις θετικές τάσεις του 2016.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόοδος του δεύτερου εξαμήνου της περυσινής χρονιάς, κατά τη διάρκεια του οποίου τα NPLs μειώθηκαν κατά 510 εκατ. ευρώ, εξανεμίστηκε στον βωμό των… παρατεταμένων διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές. Και αυτό διότι το πρώτο τρίμηνο του 2017 οι επισφάλειες αυξήθηκαν κατά 900 εκατ. ευρώ, ακυρώνοντας τις προσπάθειες των προηγούμενων μηνών.
Το θετικό είναι πάντως ότι η κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, καθώς τα δάνεια που ρυθμίστηκαν και εξήλθαν από τους δείκτες NPLs ήταν περισσότερα κατά 261 εκατ. ευρώ από τις οφειλές που «κοκκίνισαν». Παρά την καλή αυτή επίδοση όμως, δεν πιάστηκαν οι επιχειρησιακοί στόχοι για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο.
Χαμηλός βαθμός θεραπείας
Από την άλλη πλευρά, στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs), τα οποία περιλαμβάνουν, εκτός από τα NPLs, τα ρυθμισμένα δάνεια αλλά και όσα εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες να καταστούν προβληματικά, σημειώθηκαν καθαρές εισροές 29 εκατ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο και 280 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2017.
Η χειροτέρευση αυτή αποδίδεται κατά βάση στον χαμηλό βαθμό θεραπείας των δανείων που έχουν ρυθμιστεί στο παρελθόν, δεδομένου ότι απαιτείται διάστημα τουλάχιστον 12 μηνών ομαλών αποπληρωμών τους για να εξέλθουν των σχετικών δεικτών. Τελικώς, μέσω των εκτεταμένων διαγραφών που έφτασαν τα 3,2 δισ. ευρώ, κατέστη δυνατή η μείωση των NPEs κατά 2,4 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουάριος – Ιούνιος 2017 και η διαμόρφωσή τους εντός των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών.
Η «συνταγή» αυτή ωστόσο δεν είναι βιώσιμη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς σχεδόν το ήμισυ της προσαρμογής που πρέπει να επιτευχθεί ως και το 2019 θα πρέπει να προέλθει από ρυθμίσεις.
Ανησυχία
Αυτό που προβληματίζει ιδιαίτερα τους τραπεζίτες είναι η επιδείνωση που καταγράφεται τα τελευταία τρίμηνα στη στεγαστική πίστη, η οποία αποτελούσε μέχρι πρότινος την κατηγορία με τις μικρότερες απώλειες. Το τελευταίο διάστημα καταγράφεται αξιοσημείωτη κόπωση στις πληρωμές από νοικοκυριά, παρά τις γενναίες αναδιαρθρώσεις στις οποίες προχωρούν οι τράπεζες.
Η εξέλιξη αυτή συνδέεται άμεσα με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των δανειοληπτών, ως αποτέλεσμα της αδύναμης οικονομικής ανάκαμψης αλλά και των αυξημένων φορολογικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το τρίτο μνημόνιο. Οι αρμόδιες γενικές διευθύνσεις των τραπεζών αναμένουν με αγωνία την ανταπόκριση των οφειλετών στις αποπληρωμές του επόμενου εξαμήνου, κατά τη διάρκεια του οποίου θα πρέπει να εξοφληθούν φόροι συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ (φόρος εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, τέλη κυκλοφορίας).
Στο πλαίσιο αυτό, οι ρυθμίσεις που θα εφαρμοστούν σε «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια θα είναι ακόμα πιο επιθετικές και μακροπρόθεσμες. Επιπλέον, οι τραπεζικές διοικήσεις ευελπιστούν ότι η έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών θα θέσει προ των ευθυνών τους τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, όσους δηλαδή έχουν τη δυνατότητα αλλά δεν εξυπηρετούν τα χρέη τους. Βελτίωση της κατάστασης εκτιμάται ότι θα καταγραφεί και μέσω των αναδιαρθρώσεων που θα γίνουν στην επιχειρηματική πίστη μετά την ενεργοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Εισπράξεις από πλειστηριασμούς
Εξάλλου οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι στοχεύουν σε εισπράξεις της τάξης των 1,50-2 δισ. ευρώ από τις πωλήσεις ενεχύρων, κυρίως ακινήτων, μέσω των πλειστηριασμών το 2018. Με τον τρόπο αυτόν θέλουν να καλύψουν ένα ποσοστό 10%-15% της συνολικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η οποία την ερχόμενη χρονιά πρέπει να φτάσει τα 15 δισ. ευρώ. Υπολογίζεται ότι μέσω της νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας θα διατεθούν συνολικά περί τα 10.000 ακίνητα μέσα στο επόμενο 15μηνο.
Παράλληλα, τα νομικά τμήματα των τραπεζών προετοιμάζουν νέο κύμα καταγγελιών σε δάνεια που δεν εξυπηρετούνται για αρκετό διάστημα, με το χρονικό όριο… ανοχής πριν από την ενεργοποίηση των συγκεκριμένων μέτρων να έχει πλέον πέσει στους επτά μήνες.
Πιέσεις λόγω ΔΝΤ στις αποτιμήσεις

Συνεχίστηκαν και την περασμένη εβδομάδα οι ρευστοποιήσεις στις τραπεζικές μετοχές, διευρύνοντας τις απώλειες από τα υψηλά του περασμένου Ιουλίου στα επίπεδα του 15%. Αιτία της πτώσης η απαίτηση του ΔΝΤ για διενέργεια νέων ελέγχων στα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών (AQR) και οι εκτιμήσεις του για κεφαλαιακό έλλειμμα της τάξεως των 10 δισ. ευρώ.

Αμεση ήταν η αντίδραση της Κομισιόν, η οποία διά αξιωματούχου της απέρριψε κατηγορηματικά τα σενάρια νέων αυξήσεων κεφαλαίου, τονίζοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και πως βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση. Ωστόσο, οι διοικήσεις των τραπεζών προβληματίζονται για το αρνητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην αγορά. Οπως επισημαίνει τραπεζική πηγή, η μόνη περίπτωση ενός νέου AQR είναι να το ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση από την ΕΚΤ, στο πλαίσιο μιας πολιτικής συμφωνίας με το ΔΝΤ.
Ακόμη όμως και σε αυτό το ακραίο όπως το χαρακτηρίζουν ενδεχόμενο, αναλυτής σημειώνει ότι δύσκολα ο SSM θα υιοθετούσε την εκτίμηση του ΔΝΤ για νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Και προσθέτει ότι «θα ήταν σαν να παραδεχόταν ο SSM ότι δεν έκανε καλά τη δουλειά του στους ελέγχους του 2015».
Και το 2014 το ΔΝΤ έβλεπε έλλειμμα 20 δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες, ωστόσο τα stress tests της ΤτΕ έβγαλαν «λογαριασμό» ύψους 8 δισ. ευρώ, για να ακολουθήσουν οι αντίστοιχες πανευρωπαϊκές ασκήσεις, τις οποίες οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν επιτυχώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ