«Καλοδεχούμενη» χαρακτήρισε την επικείμενη επάνοδο της Ελλάδος στις αγορές ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν με δηλώσεις που έκανε σήμερα από το Ντουμπρόβνικ της Κροατίας.

Ο Τόμσεν ανέφερε πως η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους έχει ήδη συνταχθεί και σταλεί στα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ και πως θα συζητηθεί στις 20 Ιουλίου, όταν και θα εξεταστεί το επί της αρχής πρόγραμμα του ΔΝΤ με την Ελλάδα ύψους έως 2 δισ. ευρώ!

«Αυτό γίνεται για να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε η Ελλάδα να σταθεί μόνη της, χωρίς να χρειάζεται το ΔΝΤ και τον ESM και να έχει ξανά πρόσβαση στις αγορές. Αυτό επιδιώκουμε να πετύχουμε. Εάν η Ελλάδα μπορεί να ξεκινήσει να βγαίνει στις αγορές αυτό θα είναι βεβαίως καλοδεχούμενο», ανέφερε ο Δανός.

Διάσταση με Στουρνάρα

Να σημειωθεί πως η δήλωση Τόμσεν διαφέρει από εκείνη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα ο οποίος χαρακτήρισε πρόωρη την έξοδο της χώρας στις αγορές και πρότεινε να προηγηθούν εμβληματικές αποκρατικοποιήσεις.

Xώρες της Αν.Ευρώπης αμφισβητούν τα οφέλη της ευρωπαϊκής ενοποίησης

Ορισμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αμφισβητούν τα οφέλη της ευρωπαϊκής ενοποίησης προειδοποιεί ο Π.Τόμσεν του ΔΝΤ σε ομιλία του με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά κρούωντας κώδωνα κινδύνου στην Ευρώπη για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο μέλλον.

Αναφέρεται στη σημαντική μείωση του ΑΕΠ που έχουν υποστεί χώρες της περιοχή και στο brain drain, τονίζοντας ότι λόγω κρίσης εδώ και μια δεκαετία, η σύγκλιση μεταξύ των δυτικών χωρών του πυρήνα και της ανατολικής περιφέρειας έχει επιβραδυνθεί ή σταματήσει, στερώντας από πολλές χώρες τα κίνητρα για τις θυσίες που χρειάζονται προκειμένου να συμμετέχουν στην ευρωπαϊκη ένωση.

Όπως δήλωσε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Πολ Τόμσεν, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχει μειωθεί κατά 50% την περασμένη δεκαετία και η μεγάλη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού αποτελεί αυξανόμενο βάρος για αυτές.

Μιλώντας σε συνέδριο στο Ντουμπρόβνικ, ο Τόμσεν σημείωσε ότι ορισμένες χώρες της περιοχής αμφισβητούν ακόμη και τα οφέλη της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Με την Ευρώπη να πασχίζει μία δεκαετία με την κρίση και την οικονομική κακουχία, η σύγκλιση μεταξύ των δυτικών χωρών του πυρήνα και της ανατολικής περιφέρειας έχει επιβραδυνθεί ή σταματήσει.

Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει ερωτήματα στο εσωτερικό των χωρών αυτών σχετικά με τη σκοπιμότητα επώδυνων οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων.

«Αυτό αποτελεί μία έγκαιρη υπενθύμιση σε όλους μας να μην έχουμε αυταπάτες, πιστεύοντας ότι είναι αναπόφευκτη η πρόοδος στη διακυβέρνηση και τους θεσμούς. Να μην πιστεύουμε ότι αυτή η πρόοδος είναι μία σταθερή εξέλιξη. Δεν είναι», δήλωσε ο Τόμσεν.

«Στο μέλλον, οι αντίθετοι άνεμοι θα γίνουν πιο δυνατοί», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι είναι απίθανο να επαναληφθεί η εξαιρετική στήριξη από το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον ανάπτυξης, την οποία έλαβαν οι χώρες κατά τη μετάβασή τους από τον κομμουνισμό.

Η μετανάστευση εξειδικευμένων εργαζομένων στη Δυτική Ευρώπη αποτελεί μείζον θέμα για την περιοχή. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι 20 εκατομμύρια άτομα έχουν φύγει από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη τις περασμένες δεκαετίες – σχεδόν το 5-6% του πληθυσμού.

Οι μισές ουγγρικές και το ένα τέταρτο των πολωνικών μεταποιητικών εταιρειών διαμαρτύρονται τώρα ότι η έλλειψη εργατικού δυναμικού περιορίζει την παραγωγή τους και τις επενδύσεις, όπως προκύπτει από έρευνες.

Από πολιτικής πλευράς, ο Τόμσεν χαρακτήρισε βασική ανησυχία τις αυξημένες εντάσεις μεταξύ ορισμένων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, που είναι μέλη της ΕΕ, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η ΕΕ βρίσκεται σε διαμάχη με την Πολωνία για θέματα που αφορούν το κράτος δικαίου και έχει συγκρουσθεί με την Ουγγαρία για τους πρόσφυγες, μεταξύ άλλων θεμάτων. Η αναταραχή της περασμένης δεκαετίας έχει θέσει επίσης εν αμφιβόλω τη σκοπιμότητα της συμμετοχής στην ΕΕ για χώρες που δεν μετέχουν ακόμη σε αυτή.

Ο Τόμσεν πρόσθεσε ότι μία άλλη ανησυχία είναι ότι, με δεδομένη την απογοήτευση της περασμένης δεκαετίας, ορισμένες χώρες μπορεί να αντιστρέψουν τις πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν για την παγίωση της δημοκρατίας και τη στήριξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.

«Υπάρχει ξεκάθαρα ένας τομέας που ανησυχούμε στο Ταμείο: η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών», δήλωσε, προσθέτοντας: «Σε μία σειρά χωρών, η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας απειλείται».