Συναγερμό έχει σημάνει στις τράπεζες η επιδείνωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων στη στεγαστική πίστη το πρώτο πεντάμηνο του 2017. Σύμφωνα με πληροφορίες, μέχρι και το τέλος Μαΐου σημειώθηκαν σημαντικές εισροές νέων προβληματικών ανοιγμάτων στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο, κόντρα στις τάσεις αποκλιμάκωσης που επικράτησαν στα προηγούμενα τρίμηνα.
Σύμφωνα με επικεφαλής εσωτερικής μονάδας διαχείρισης επισφαλών απαιτήσεων συστημικού ομίλου, την υπό εξέταση περίοδο «κοκκίνισαν» στεγαστικά δάνεια της τάξης των 400-500 εκατ. ευρώ.
Από αυτά, περίπου τα μισά συμπλήρωσαν για πρώτη φορά τρεις συνεχείς μήνες καθυστέρησης ενώ τα υπόλοιπα αφορούσαν σε χορηγήσεις που είχαν ρυθμιστεί αλλά οι δανειολήπτες σταμάτησαν να καταβάλλουν και τις μειωμένες δόσεις.
Η ίδια πηγή επισημαίνει ότι οι χειρότεροι μήνες ήταν ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος. Εκτοτε, αν και συνεχίζονται οι ανοδικές τάσεις στα μη εξυπηρετούμενα υπόλοιπα, οι ρυθμοί δημιουργίας νέων επισφαλειών έχουν περιοριστεί σημαντικά ενώ ο Ιούνιος χαρακτηρίζεται προς το παρόν «καλός μήνας».
Η αβεβαιότητα
Αρνητική επίδραση στην πορεία των σχετικών δεικτών είχε τόσο η επιστροφή της οικονομίας σε ύφεση προς το τέλος της περασμένης χρονιάς όσο και το κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε στις αρχές του έτους, λόγω της εκκρεμότητας της αξιολόγησης. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση στην ψήφιση του νομοσχεδίου για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς δεν επέτρεψε τη σκλήρυνση της στάσης των τραπεζών απέναντι στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, όσους δηλαδή επιλέγουν να μην πληρώνουν τις δόσεις τους παρότι μπορούν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το ένα τρίτο των προβληματικών στεγαστικών δανείων, ύψους περίπου 9,2 δισ. ευρώ, αφορά πιστούχους που έχουν κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς νομικής προστασίας. Εκτιμάται δε πως ένα σημαντικό ποσοστό των συγκεκριμένων δανειοληπτών καταχράται του νομοθετικού πλαισίου για να… παίξει καθυστέρηση, γλιτώνοντας το σπίτι του από τον άμεσο πλειστηριασμό, παρά το γεγονός ότι τα οικονομικά του στοιχεία δεν δικαιολογούν τη στάση πληρωμών που έχει κηρύξει.
Την παραπάνω εικόνα επιβεβαιώνουν και τα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος την περασμένη εβδομάδα. Σύμφωνα με αυτά, στα τέλη του περασμένου Μαρτίου τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ρυθμισμένα δάνεια, δάνεια με καθυστέρηση άνω των τριών μηνών, δάνεια που εμφανίζουν αυξημένη πιθανότητα να «κοκκινίσουν») στη στεγαστική πίστη διαμορφώθηκαν στα 27,7 δισ. ευρώ, υψηλότερα κατά 200 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2016.
Την ίδια περίοδο, σε τριμηνιαία βάση τα δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των τριών μηνών αυξήθηκαν κατά 300 εκατ. ευρώ, στα 21 δισ. ευρώ, για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες με το… καλημέρα της νέας χρονιάς να βρίσκονται πίσω στον στόχο περιορισμού των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων κατά 400 εκατ. ευρώ.

Το σχέδιο δράσης
Εν όψει των stress tests του 2018, οι τραπεζικές διοικήσεις ευελπιστούν ότι τους επόμενους μήνες με το κλείσιμο της αξιολόγησης και την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών η διαχείριση των στεγαστικών δανείων θα γίνει πιο αποτελεσματική. Στο πλαίσιο αυτό ετοιμάζουν εντατικοποίηση των νομικών ενεργειών και των διαδικασιών εισπράξεων, με στόχο να μαζέψουν όσο περισσότερο χρήμα μπορούν από αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Μέχρι στιγμής, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) κινείται εντός των στόχων που περιλαμβάνονται στα επιχειρησιακά πλάνα των τραπεζών. Ωστόσο, η επίδοση αυτή είναι αποτέλεσμα των αυξημένων διαγραφών στις οποίες προχώρησαν στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς οι τράπεζες και όχι στα έσοδα από δόσεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις χαρτοφυλακίων.
Πρόκειται για μια πολύ σημαντική παράμετρο που θα παίξει καθοριστικό ρόλο για τις επιδόσεις των τραπεζών στις επερχόμενες ασκήσεις προσομοίωσης που θα διεξάγει η ΕΚΤ. Και αυτό διότι η ευρωπαϊκή νομισματική αρχή θα εξετάσει τη μείωση των επισφαλειών όχι μόνο με ποσοτικά κριτήρια αλλά και με ποιοτικά.
Με δεδομένο λοιπόν ότι το 50% της επιδιωκόμενης προσαρμογής των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να προέλθει από εισπράξεις ρυθμισμένων δανείων και από ρευστοποιήσεις ενεχύρων, είναι εξαιρετικά κρίσιμο να βελτιωθούν στους δύο συγκεκριμένους τομείς στο δεύτερο εξάμηνο του 2017 οι επιδόσεις των τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη έμφαση θα δώσουν οι τράπεζες στην ανακατάταξη στην κατηγορία των εξυπηρετούμενων χορηγήσεων όσο το δυνατόν περισσότερων στεγαστικών δανείων τα οποία βάσει του σχεδιασμού θα πρέπει να συμβάλουν κατά το ένα πέμπτο στη μείωση των συνολικών υπολοίπων ΜΕΑ μέχρι και το τέλος του 2019.

Η νέα στρατηγική
Σύμφωνα με τραπεζική πηγή, το επόμενο διάστημα η στρατηγική των τραπεζών θα περιλαμβάνει τους ακόλουθους άξονες:
n Πιο επιθετικές και μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις για να αυξηθούν οι πιθανότητες θεραπείας προβληματικών δανείων.
n Εξέταση κατά περίπτωση των ρυθμισμένων δανείων που «κοκκινίζουν» ξανά, με στόχο είτε την εκ νέου αλλαγή των όρων τους στις περιπτώσεις που τα οικονομικά στοιχεία του οφειλέτη άλλαξαν επί τα χείρω ή την επιτάχυνση των νομικών ενεργειών για τη ρευστοποίηση του προσημειωμένου ακινήτου ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη.
n Προετοιμασία εν όψει της έναρξης εφαρμογής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, με στόχο να κυνηγήσουν κατά κύριο λόγο τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και όσους διαθέτουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την εξόφληση του χρέους τους.

Ποιες λύσεις προτείνουν οι τράπεζες

Πιο επιθετικές και μεγαλύτερης διάρκειας είναι οι ρυθμίσεις που εφαρμόζουν οι τράπεζες στα στεγαστικά δάνεια τα τελευταία τρίμηνα. Με τον τρόπο αυτό θέλουν να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας των διακανονισμών που συνάπτουν με τους δανειολήπτες, με στόχο να «θεραπεύουν» όσο το δυνατόν περισσότερες υποθέσεις.

Οι κανονισμοί κατάταξης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι πλέον πολύ αυστηροί. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρειάζονται τρία ολόκληρα χρόνια χωρίς καθυστέρηση μεγαλύτερη του μήνα για να «καθαρίσει» μια προβληματική χορήγηση και να εξέλθει από την κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Για τον λόγο αυτό οι τράπεζες είναι πολύ προσεκτικές στις λύσεις που προτείνουν οι οποίες, σε αντίθεση με το ξεκίνημα της κρίσης, έχουν κατά κύριο λόγο μακροχρόνιο χαρακτήρα, δηλαδή η περίοδος των χαμηλότερων δόσεων που συμφωνείται είναι τουλάχιστον δύο έτη.

Αυτές προβλέπουν τα ακόλουθα:

n Αύξηση της εναπομένουσας διάρκειας αποπληρωμής έως και κατά 35 έτη, ανάλογα με την ηλικία του δανειολήπτη.
n Μείωση του επιτοκίου.
n Διαχωρισμό της οφειλής σε δύο τμήματα, με τον δανειολήπτη να καταβάλει μηνιαία δόση μόνο για το ένα μέρος και το υπόλοιπο να «παγώνει» για ένα διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από 4 έως και 10 έτη.
n Ανταλλαγή του χρέους με το προσημειωμένο ακίνητο, λύση που απαλλάσσει από τα χρέη τον οφειλέτη. Η λύση αυτή θα εφαρμοστεί σε πρώτη φάση κατά περίπτωση και σε ακίνητα που ενδιαφέρουν τις τράπεζες, είναι δηλαδή εμπορικά και εκμεταλλεύσιμα. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να επιτευχθεί κούρεμα της οφειλής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ