«Με πρωτογενή πλεονάσματα εξόφλησης χρέους στο 1,5% του ΑΕΠ και το υπόλοιπο 1,5%-2% του ΑΕΠ να πηγαίνει σε επενδύσεις, το χρέος πέφτει κάτω από 100% στα μέσα της δεκαετίας του 2020 και οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες μένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, ο συνδυασμός δημοσίων επενδύσεων και φορολογικών ελαφρύνσεων βοηθά τις επιχειρήσεις και συντελεί στην αναβάθμιση των εξαγωγών και στον έλεγχο του εξωτερικού ελλείμματος». Αυτό υποστηρίζουν στην κοινή τους πρόταση για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ο πρώην υπουργός Οικονομικών καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης, ο ειδικός στα ασφαλιστικά καθηγητής Μιλτιάδης Νεκτάριος και ο πρώην γενικός γραμματέας Εσόδων Χάρης Θεοχάρης, οι οποίοι σε κοινή εργασία και τοποθέτηση που παρουσίασαν την Τετάρτη στο ΕΒΕΑ τάχθηκαν υπέρ νέου μείγματος οικονομικής πολιτικής και υπέβαλαν προτάσεις για μείωση ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, με την υλοποίηση των οποίων η ελληνική οικονομία μπορεί να βγει από την επταετή κρίση

«Με πρωτογενή πλεονάσματα εξόφλησης χρέους στο 1,5% του ΑΕΠ και το υπόλοιπο 1,5%-2% του ΑΕΠ να πηγαίνει σε επενδύσεις, το χρέος πέφτει κάτω από 100% στα μέσα της δεκαετίας του 2020 και οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες μένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα, ο συνδυασμός δημοσίων επενδύσεων και φορολογικών ελαφρύνσεων βοηθά τις επιχειρήσεις και συντελεί στην αναβάθμιση των εξαγωγών και στον έλεγχο του εξωτερικού ελλείμματος».
Αυτό υποστηρίζουν στην κοινή τους πρόταση για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ο πρώην υπουργός Οικονομικών καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης, ο ειδικός στα ασφαλιστικά καθηγητής Μιλτιάδης Νεκτάριος και ο ανεξάρτητος βουλευτής και πρώην γενικός γραμματέας Εσόδων Χάρης Θεοχάρης, οι οποίοι σε κοινή εργασία και τοποθέτηση που παρουσίασαν την Τετάρτη στο ΕΒΕΑ τάχθηκαν υπέρ νέου μείγματος οικονομικής πολιτικής και υπέβαλαν προτάσεις για μείωση ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, με την υλοποίηση των οποίων η ελληνική οικονομία μπορεί να βγει από την επταετή κρίση.
Η πρόταση των τριών
Οι τρεις πρότειναν ένα άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής για έξοδο από την κρίση με τρία κύρια σημεία:

1. Συμβιβασμός για τα πλεονάσματα
: Οι μέχρι σήμερα ευρωπαϊκές απαιτήσεις για συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ είναι ανέφικτες και ενδεχόμενη εμμονή σε αυτές θα οδηγήσει είτε σε ρήξη Ελλάδας – ευρωζώνης είτε σε εσωτερική ασφυξία. Ο συμβιβασμός μπορεί να προβλέπει ότι η χώρα θα παραμείνει σε δημοσιονομική κινητοποίηση ικανή να διασφαλίζει έναν στόχο πλεονάσματος 3%-3,5% του ΑΕΠ για μία δεκαετία.
Ωστόσο μόνο το 1,5% του ΑΕΠ θα εγγράφεται τελικά ως πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για την εξόφληση χρέους, ενώ το υπόλοιπο 1,5%-2% του ΑΕΠ θα κατευθύνεται στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και υποδομών για την αναστήλωση της οικονομίας.
Αυτό με τη σειρά του θα επιτύχει ταχύτερη μείωση του χρέους, διότι όσο πιο υψηλός είναι ο λόγος Χρέος/ΑΕΠ τόσο πιο γρήγορα πέφτει όταν αυξάνεται το ΑΕΠ παρά όταν ισόποσα μειώνεται το χρέος. Οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες περιορίζονται αισθητά χαμηλότερα από το 15% του ΑΕΠ ετησίως που είναι το όριο ασφαλείας για να μη θεωρηθεί ότι η χώρα δεν μπορεί να τις καταβάλει.

2. Μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού:
Κατά την περίοδο 2010-2016 ο κύριος στόχος φαίνεται να ήταν η προστασία των παροχών προς τις απερχόμενες γενιές με τη μονομερή επιβολή ενός δυσανάλογου κόστους στις νέες γενιές. Ετσι σήμερα οι νέοι αντιμετωπίζουν ένα τριπλό πρόβλημα: αμείβονται με χαμηλούς μισθούς, καταβάλλουν υψηλές εισφορές και αντιμετωπίζουν πρωτοφανή επίπεδα ανεργίας.
Επιπλέον, ο πρόσφατος νόμος 4387/2016 με την αύξηση των εισφορών επέτεινε τις αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχουν αφήσει πλέον την επίσημη αγορά εργασίας ή έχουν φύγει εκτός Ελλάδος.
Η μείωση των εισφορών είναι απαραίτητη συνθήκη για να προχωρήσει ομαλά η ενοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος και να μην ξαναγυρίσουμε στις σκανδαλώδεις συντεχνιακές ανισότητες του παρελθόντος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα από κύριες εισφορές στην Ελλάδα υστερούν κατά 3-5 μονάδες του ΑΕΠ από άλλες χώρες, ενώ την ίδια στιγμή οι συντελεστές εισφορών στο σύνολό τους βρίσκονται σε επίπεδα κατά 3-4 εκατοστιαίες μονάδες από τα αντίστοιχα συστήματα ασφάλισης.
Χρειάζεται επομένως μια νέα και συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων με τα εξής χαρακτηριστικά:
l Σημαντική μείωση των εισφορών του διανεμητικού συστήματος σε 12% αντί του σημερινού 20%.
l Οι επικουρικές εισφορές παραμένουν στο 7%, όσο είναι και σήμερα, αλλά υπάγονται πλέον σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα διαχείρισης.
Προφανώς οι συνδυασμοί εφαρμογής αυτής της μείωσης είναι πολλοί. Εδώ προτείνεται η πλήρης κατάργηση της κύριας εργατικής εισφοράς 6,67% και η μείωση των κύριων εργοδοτικών κατά 1,37%.
Η μείωση των εισφορών από το σημερινό 27% στο 19% αναμένεται να αυξήσει σταδιακά την απασχόληση κατά 270.000 θέσεις εργασίας περισσότερες από τις προβλέψεις του βασικού σεναρίου. Η ανεργία μειώνεται στο 8,2% την πρώτη δεκαετία εφαρμογής, ενώ χωρίς μείωση των εισφορών η ανεργία θα παραμείνει γύρω στο 14%.
Η κρατική χρηματοδότηση εξακολουθεί να είναι αναγκαία κατά την περίοδο 2020-2045. Με την αύξηση της απασχόλησης αναπληρώνονται σταδιακά οι απώλειες από τη μείωση των εισφορών ως το 2045, οπότε και θα ολοκληρωθεί η μεταβατική περίοδος ασφάλισης και σύνταξης για όσους έχουν ασφαλιστεί πριν από το 1993.
Την περίοδο 2017-2060 η μείωση των εισφορών οδηγεί σε αύξηση των συνολικών εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων κατά €27 δισ. σε σημερινές τιμές. Το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται κατά €23 δισ.

3. Απλοποίηση φορολογικού συστήματος:
Για να διασφαλιστεί η δημοσιονομική ικανότητα στο 3,50% του ΑΕΠ χρειάζεται αλλαγή του φορολογικού συστήματος με ενοποίηση συντελεστών.
Στην Ελλάδα, οι συντελεστές έμμεσων φόρων είναι αισθητά υψηλότεροι του μέσου όρου στην Ευρώπη. Ο συντελεστής ΦΠΑ 24% είναι ο τέταρτος υψηλότερος και η χώρα μας βρίσκεται μαζί με τις σκανδιναβικές χώρες.
Στον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων με 29% έχουμε τον πέμπτο υψηλότερο συντελεστή στην ΕΕ.
Στα φυσικά πρόσωπα με εισοδήματα των €40.000 ο συντελεστής 45% είναι ο μεγαλύτερος στην ΕΕ. Μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης, ο συνολικός συντελεστής 51,5% είναι τρίτος υψηλότερος σε όλα τα εισοδήματα στην ευρωζώνη.
Παρ’ όλα αυτά όμως, οι συλλεγόμενοι άμεσοι φόροι είναι αισθητά χαμηλότεροι του μέσου όρου της ευρωζώνης. Με τους υφιστάμενους συντελεστές, τα έσοδα έπρεπε να ήταν υψηλότερα κατά 11% του ΑΕΠ. Δηλαδή, το 2016 να είχαμε άλλα €20 δισ. επιπλέον έσοδα. Το χάσμα μόνο για τον ΦΠΑ υπολογίζεται σε περίπου €5 δισ. τον χρόνο.
Η πρόταση περιλαμβάνει τις εξής αλλαγές:
l Φορολογία επιχειρήσεων όλων των νομικών μορφών με συντελεστή 20%.
l Φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων 20% και σταδιακά ως 30% άνω των €50.000. Με το νέο αφορολόγητο στα €5.600, γίνεται έκπτωση φόρου με σταδιακή μείωση έως τις €40.000. Μετά ο συντελεστής αυξάνεται 1% για κάθε €1.000 εισοδήματος ως το 30% στις €50.000, ώστε να υπάρχει προοδευτικότητα στην κλίμακα.
l Φορολογία αυτοαπασχολουμένων και των ατομικών επιχειρήσεων με συντελεστή 20% επί των καθαρών κερδών ως €40.000. Μετά ο συντελεστής αυξάνεται 1% για κάθε €1.000 εισοδήματος ως το 30% στις €50.000.
l Αυτοτελή εισοδήματα από τόκους, ενοίκια, μερίσματα κ.λπ. στο 20%.
l Στον ΦΠΑ προτείνεται ενιαίος κύριος συντελεστής 20%, χαμηλός συντελεστής 10% και κατάργηση του ενδιάμεσου 13%. Οι σημερινές κατηγορίες 24% και 13% πηγαίνουν στο 20%, ενώ η κατηγορία 6% πηγαίνει στο 10%.
Γερασιμος Ζώτος

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ