Επιθετικότερες και πιο μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις που θα περιλαμβάνουν ακόμη και «κούρεμα» της οφειλής ετοιμάζουν οι τράπεζες μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης, με στόχο να «ξαναπρασινίσουν» προβληματικά δάνεια 30 δισ. ευρώ μέσα στην ερχόμενη τριετία. Με τον τρόπο αυτόν θα επιχειρήσουν να μειώσουν σταδιακά, από το 50% – 60% σήμερα στο 20%, το ποσοστό των χορηγήσεων που, παρά τη βελτίωση των όρων εξόφλησής τους, δεν θεραπεύονται.
Για το 2017 ο σχεδιασμός των τραπεζών προβλέπει τη ρύθμιση δανείων 12-15 δισ. ευρώ όλων των κατηγοριών και την είσπραξη περίπου 3 δισ. ευρώ από αποπληρωμές δόσεων, ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων.
Μετά το χαμένο α’ εξάμηνο της χρονιάς, λόγω της καθυστέρησης της αξιολόγησης, οι εσωτερικές διευθύνσεις επισφαλειών των τραπεζών καλούνται να «τρέξουν» ταχύτερα τα πλάνα τους, με ψηφισμένα από τη Βουλή τα νομοσχέδια για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, αλλά και τη νομική κάλυψη των στελεχών τους.
Στο πλαίσιο αυτό, στα επόμενα τρίμηνα αναμένεται διπλασιασμός έως και τριπλασιασμός του ποσοστού των μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων με μείωση των δόσεων για διάστημα μεγαλύτερο των 2 ετών.
«Κόκκινα» 7 στα 10 επαγγελματικά
Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στο χαρτοφυλάκιο των μικρομεσαίων. Και αυτό διότι σχεδόν 7 στα 10 δάνεια ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι μη εξυπηρετούμενα, ενώ στις μικρές και στις μεσαίες επιχειρήσεις τα προβληματικά ανοίγματα προσεγγίζουν το 60%.
Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός πως χιλιάδες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, υπό το βάρος και της ύφεσης, σταμάτησαν να πληρώνουν τις δόσεις τους, εν αναμονή της εφαρμογής του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Στροφή από τις βραχυπρόθεσμες στις μακροπρόθεσμες λύσεις θα υπάρξει και στη λιανική τραπεζική. Στα δάνεια που υπάρχουν εξασφαλίσεις, κυρίως δηλαδή τα στεγαστικά, εφαρμόζονται επιθετικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν:
n Αύξηση της εναπομένουσας διάρκειας αποπληρωμής έως και κατά 35 έτη, ανάλογα με την ηλικία του δανειολήπτη.
n Μείωση του επιτοκίου.
n Διαχωρισμό της οφειλής σε δύο τμήματα, με τον δανειολήπτη να καταβάλλει μηνιαία δόση μόνο για το ένα μέρος και το υπόλοιπο να «παγώνει» για ένα διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από 4 έως και 10 έτη.
«Κούρεμα» του χρέους είναι δυνατό μέσω λύσεων οριστικής διευθέτησης, όπως π.χ. η παράδοση του υποθηκευμένου ακινήτου στην τράπεζα με ταυτόχρονη απαλλαγή του δανειολήπτη από όλες τις υποχρεώσεις του. Με την αρωγή και των αδειοδοτούμενων από την ΤτΕ εταιρειών διαχείρισης επισφαλών απαιτήσεων, που έχουν εμπειρία από άλλες αγορές, αναμένεται αύξηση των συγκεκριμένων συναλλαγών τα επόμενα χρόνια, ειδικά για ακίνητα που παρά την κρίση παραμένουν εμπορικά, άρα και εύκολα ρευστοποιήσιμα σε καλές τιμές.
Στον αντίποδα, στην καταναλωτική πίστη, όπου η πλειονότητα των δανείων δεν καλύπτεται από ενέχυρα, οι ρυθμίσεις εκτός από τη μείωση του επιτοκίου και την αύξηση της διάρκειας έως και τα 12 έτη, περιλαμβάνουν και «κούρεμα» της οφειλής ακόμη και κατά 50%. Το χάρισμα ωστόσο δεν δίνεται προκαταβολικά, αλλά στη λήξη της περιόδου αποπληρωμής ενός μέρους του δανείου, όπως αυτό συμφωνείται ρητά στη νέα σύμβαση που υπογράφεται. Υπό τον όρο δηλαδή της συνέπειας.

Κυνήγι στους μπαταχτσήδες
Παράλληλα με τις γενναίες διευθετήσεις οφειλών οι τράπεζες θα ξεκινήσουν το επόμενο διάστημα ανελέητο κυνηγητό στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, όσους δηλαδή έχουν τη δυνατότητα, αλλά επιλέγουν να μην πληρώνουν, κρυπτόμενοι πίσω από οριζόντιες ρυθμίσεις προστασίας των δανειοληπτών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ