Οταν ο διευθυντής της «Ανάπτυξης» μας ζήτησε να σχολιάσουμε τον κοινωνικό διάλογο και ειδικότερα το θέμα της περισσότερης ευελιξίας της αγοράς εργασίας, που φαίνεται να είναι αυτό που κυρίως επιδιώκει η κυβέρνηση μέσω του διαλόγου αυτού, η σκέψη μου πήγε στην ιστορία που μου είχε διηγηθεί ένας συνεπιβάτης μου σε μια πτήση Πίτσμπουργκ – Αγιος Φραγκίσκος, στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Ο συνεπιβάτης μου είχε εργασθεί για πολλά χρόνια σε μία από τις σιδηροβιομηχανίες του Πίτσμπουργκ, από την οποία είχε απολυθεί όταν ο κύκλος των εργασιών της τελευταίας είχε παρουσιάσει μια παρατεταμένη και βαθιά συρρίκνωση. Είχε μείνει για αρκετούς μήνες άνεργος. Στο διάστημα αυτό μαζί με τους φίλους του και συναδέλφους του πήρε μέρος σε διάφορες εργατικές κινητοποιήσεις: εναντίον των απολύσεων, για δασμούς στα εισαγόμενα σιδηρικά προϊόντα, για επενδύσεις νέας τεχνολογίας στην τοπική σιδηροβιομηχανία, για μείωση στον χρόνο απασχόλησης όσων εξακολουθούσαν να εργάζονται στη βιομηχανία αυτή, για αύξηση και επιμήκυνση του επιδόματος ανεργίας, για τη στήριξη του εισοδήματος των ανέργων μέσω ενός ροκ κοντσέρτου κ.ά. Οι προσπάθειες αυτές απέβησαν μάταιες. Αρχισε να μπαίνει στο περιθώριο της κοινωνίας, να έχει μεγάλες ανασφάλειες και τέλος ψυχολογικά προβλήματα. Η σωτηρία είχε έρθει στη μορφή μιας παλιάς του φίλης που τον κάλεσε να την επισκεφθεί στο Πάλο Αλτο. Εκεί, μεσούσης της μεγάλης οικονομικής άνθησης της Silicon Valley, είχε βρει δουλειά σε μια επιχείρηση κατασκευής ιατρικών μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας. Σε λιγότερο από έξι μήνες είχε ήδη πάρει προαγωγή και αύξηση. Είχε αποφασίσει να εγκατασταθεί μονίμως στο Πάλο Αλτο και επρόκειτο να παντρευτούν με την παλιά του φίλη. Επιτέλους, η ζωή «χαμογελούσε» ξανά στον υπερήφανο αυτό άνθρωπο. «Και τι γυρεύεις πίσω στο Πίτσμπουργκ;», τον είχα ρωτήσει. Και η απάντησή του, για την οποία αναφέρω την ιστορία αυτή: «Να πω και στους άλλους ότι κανένα μέτρο οικονομικής πολιτικής και καμία κινητοποίηση δεν μπορούν να σώσουν τις δουλειές τους και να τους κάνουν όπως ήταν πριν». Ακόμη είχε πει στους φίλους και πρώην συναδέλφους του ότι «το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να τα μαζέψουν και να σηκωθούν να φύγουν».


Τα βασικά χαρακτηριστικά των αγορών εργασίας ανά τον κόσμο τείνουν να δικαιώσουν την ιστορία του συνεπιβάτη μου. Η δημιουργία και η καταστροφή θέσεων εργασίας είναι φαινόμενα βίαια, έμμονα και άκρως ιδιοσυγκρατικά. Η κυκλικότητα της καταστροφής των θέσεων εργασίας υπερισχύει της κυκλικότητας της δημιουργίας των θέσεων αυτών. Οικονομικές πολιτικές που περιορίζουν και κάνουν δαπανηρές τις απολύσεις και γενικά περιορίζουν την ευελιξία των αγορών εργασίας καταλήγουν να περιορίζουν ταυτόχρονα και τη δημιουργία των νέων θέσεων εργασίας αλλά και την προσαρμογή των εργαζομένων στις νέες συνθήκες. Οι πολιτικές αυτές προσφέρονται για πολιτική εκμετάλλευση και δεν διορθώνονται εύκολα, έστω και αν αποδειχθούν επιζήμιες.


Η περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας της χώρας μας είναι άκρως επιθυμητή αν πράγματι θέλουμε εργαζομένους που συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους όταν μια επιχείρηση ή ένας κλάδος παρακμάζει και όχι ανέργους και υποαπασχολουμένους, επίκεντρο της ζωής των οποίων είναι πώς θα εξασφαλίζουν κρατικές επιδοτήσεις ή αργομισθίες. Μερικά από τα μέτρα που μπορούν να τονώσουν την ευελιξία αυτή είναι:


(α) Κατάργηση του ανώτερου επιτρεπόμενου ορίου απολύσεων.


(β) Περιορισμός των αποζημιώσεων για απολύσεις.


(γ) Κλαδική και γεωγραφική διαφοροποίηση του κατώτατου μισθού.


(δ) Δάνεια και άλλες πολιτικές διευκολύνσεις της γεωγραφικής κινητικότητας της εργασίας στο εσωτερικό της χώρας.


Ο κ. Τρύφων Κολλίντζας είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.