Τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και μέτρα για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων στις ΗΠΑ, όπως προεκλογικώς είχε υποσχεθεί, προανήγγειλε την περασμένη Τετάρτη ο Ντόναλντ Τραμπ. Ως στόχο ο πρόεδρος των ΗΠΑ έθεσε τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των εταιρικών κερδών από το 35% στο… 15%! Αυτό βέβαια δεν θα γίνει εν μιά νυκτί. Ούτε το 15% είναι αδιαπραγμάτευτο. Αποτελεί τον ιδεατό συντελεστή εταιρικής φορολόγησης, το σημείο εκκίνησης των διαπραγματεύσεων με τους Δημοκρατικούς.
Το γεγονός είναι ότι η διαδικασία φορολογικής μεταρρύθμισης στις ΗΠΑ ξεκινά. Εστω και αν απομένουν τα περισσότερα να αποσαφηνιστούν, όπως εκτιμούν οι ειδικοί. Εστω κι αν πολλοί εκφράζουν αμφιβολίες για το αν τα μέτρα θα τονώσουν τις επενδύσεις και, το κυριότερο, αν θα ενισχύσουν τη διαδικασία δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Διότι ουσιαστικά μιλάμε για μια επιστροφή στα Reaganomics. Στην οικονομική συνταγή που άσκησε, δηλαδή, τη δεκαετία του 1980 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν. Reaganomics στην… τραμπική εκδοχή τους βέβαια. Που σημαίνει οικονομικός φιλελευθερισμός πασπαλισμένος με μπόλικο προστατευτισμό και γαρνιρισμένος με κονδύλια για δημόσια έργα.
Βάσει των προτάσεων Τραμπ οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα μετατραπούν από τις βαρύτερα στις ελαφρύτερα φορολογούμενες, συγκριτικά με τις ανταγωνιστικές τους στο G20 (τον όμιλο των χωρών του πλανήτη με τις μεγαλύτερες οικονομίες). Και εν πάση περιπτώσει, η φορολόγησή τους θα είναι χαμηλότερη από εκείνη στο γειτονικό Μεξικό και στον Καναδά, τις χώρες που ο Τραμπ κατηγορεί ότι «κλέβουν» τις ΗΠΑ με τις εμπορικές συμφωνίες που κατά καιρούς συνομολογούν.

«Παραδεισένιοι» συντελεστές
Κορυφαίοι αμερικανοί μάνατζερ, όπως επίσης και το αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, πανηγύρισαν την περασμένη Τετάρτη, όταν πληροφορήθηκαν τα φορολογικά σχέδια της νέας διακυβέρνησης από τη γενικόλογη δημοσιοποίησή τους. Ενθουσιασμός υπήρξε και στις μικρομεσαίες αμερικανικές επιχειρήσεις, καθώς ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνουτσίν διαβεβαίωσε ρητώς ότι ο στόχος του 15% ισχύει και για αυτές. Οι μεγάλοι όμιλοι, ωστόσο, έχουν να επωφεληθούν και από την προτεινόμενη μείωση στο 10% της φορολόγησης των κερδών από τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.
Οι μεγάλοι αμερικανικοί όμιλοι διατηρούν περίπου 1,8 τρισ. δολάρια σε μετρητά στο εξωτερικό, σύμφωνα με τη Moody’s Investors Service. Η Apple, για παράδειγμα, έχει κεφάλαια άνω των 200 δισ. δολ. Και ο διευθύνων σύμβουλός της, Τιμ Κουκ, έχει στο παρελθόν ξεκαθαρίσει ότι η εταιρεία του θα ήταν πρόθυμη να επαναπατρίσει κεφάλαια αν φορολογούνταν με ευνοϊκότερο τρόπο.
Το ερώτημα, ωστόσο, τι τύχη θα έχουν τα τεράστια αυτά κεφάλαια αν επιστρέψουν παραμένει. Διότι, όπως αναφέρει το Reuters, στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης δείχνουν ότι οι μεγάλες εταιρείες της Wall Street όταν εισάγουν κεφάλαια από το εξωτερικό το κάνουν για να πραγματοποιήσουν εξαγορές και εν γένει για να κάνουν κεφαλαιακές επενδύσεις. Οχι για να δημιουργήσουν μονάδες παραγωγής, για να επενδύσουν σε εξοπλισμό και για να δημιουργήσουν αμέσως ή εμμέσως θέσεις εργασίας.

Βόμβα στον προϋπολογισμό
Εν τέλει η τραμπική εκδοχή των Reaganomics δεν προοιωνίζεται ούτε δημοσιονομική ευταξία. Η εμπνευσμένη από την περίφημη Σχολή του Σικάγου πολιτική που εφάρμοσε προ 35ετίας ο Ρίγκαν είχε τέσσερις πυλώνες: τη μείωση της φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και της φορολόγησης κεφαλαιακών κερδών, τη χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά το επιχειρείν, τη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη μείωση της προσφοράς χρήματος για να κρατηθεί χαμηλά ο πληθωρισμός.
Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται πρόθυμος να εφαρμόσει τις δύο πρώτες συνταγές των Reaganomics. Οχι όμως και τις δύο τελευταίες –έχει επανειλημμένως υποσχεθεί αύξηση των δαπανών για τις υποδομές προκειμένου να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, ενώ μοιάζει συμφιλιωμένος με την ιδέα να διατηρήσει στο αξίωμά της την πρόεδρο της Fed Τζάνετ Γέλεν, η οποία μόνο οπαδός του μονεταρισμού δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ασφαλώς τα όσα περιλαμβάνει το φορολογικό σχέδιο Τραμπ (προσχέδιο ακριβέστερα, αφού χωρά σε μία μόνο σελίδα) θα διασαφηνιστούν και θα συμπληρωθούν. Πολλοί, όμως, εκφράζουν την απορία πώς αν μειωθούν τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης δίχως να μειωθούν ανάλογα και οι δαπάνες της θα διατηρηθούν υπό έλεγχο τα ελλείμματα του προϋπολογισμού. «Οι κυνικοί θα μπορούσαν να μιλήσουν για σπουδή του Τραμπ να δείξει κάτι σημαντικό τις πρώτες 100 μέρες της προεδρίας του», δήλωσε από το Λονδίνο ο Λουκ Μπαρτόλομιου της Aberdeen Asset Management. Οντως, εύκολα συνδέει κανείς το ξεκίνημα της θητείας Τραμπ με το φιάσκο της κατάργησης του Obamacare.
«Επαναδιαπραγμάτευση και όχι κατάργηση της NAFTA»

Η ανάγκη ρεαλιστικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας από κάποιον που βαρύνεται με κυβερνητικές ευθύνες είναι ικανή να εξαναγκάσει ακόμα και έναν Ντόναλντ Τραμπ σε κυβιστήσεις. Την περασμένη Πέμπτη ο αμερικανός πρόεδρος διεμήνυσε στις κυβερνήσεις του Μεξικού και του Καναδά ότι επιθυμία του δεν είναι να καταργήσει αλλά να επαναδιαπραγματευθεί τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA). Μία ημέρα νωρίτερα ο αμερικανικός Τύπος δημοσίευε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Τραμπ ετοίμαζε προεδρικό διάταγμα για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη NAFTA.

Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, άλλωστε, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε επανειλημμένως χαρακτηρίσει τη NAFTA ως τη «χειρότερη εμπορική συμφωνία όλων των εποχών» που «σκοτώνει την αμερικανική αγορά εργασίας». Η «κωλοτούμπα» του νέου αμερικανού προέδρου εντυπωσίασε τις αγορές συναλλάγματος και έστειλε τις ισοτιμίες του μεξικανικού πέσο και του καναδικού δολαρίου στα ύψη την Πέμπτη, έπειτα από τις απώλειες που σημείωναν έναντι του αμερικανικού δολαρίου τις τρεις πρώτες ημέρες της εβδομάδας.

«Συμφωνήσαμε να μην «τελειώσουμε» τη NAFTA στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ταυτόχρονα οι ηγέτες του Μεξικού και του Καναδά συμφώνησαν να επαναδιαπραγματευθούν τη συμφωνία»
είπε χαρακτηριστικά ο Τραμπ λίγες μόλις ημέρες έπειτα από τους νέους δασμούς που επέβαλε στις εισαγωγές ξυλείας από τον Καναδά. Ταυτόχρονα ο πρόεδρος χαρακτήρισε «ντροπή» τις αλλαγές στο σύστημα δασμολόγησης του Καναδά που επηρεάζει τα αμερικανικά γαλακτοκομικά προϊόντα. Εν τω μεταξύ την Τρίτη οι ΗΠΑ έχασαν μια εμπορική μάχη με τον άλλον εταίρο τους στη NAFTA, το Μεξικό. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) απεφάνθη ότι το Μεξικό μπορεί να επιβάλει κυρώσεις άνω των 160 εκατ. δολαρίων ετησίως κατά της Ουάσιγκτον εξαιτίας της πολιτικής της στο εμπόριο τόνου. Πρόκειται για μια διαφορά που χρονολογείται από το 2008. Σημειωτέον ότι τις πρώτες ημέρες της προεδρίας του ο Τραμπ είχε υπογράψει την αποχώρηση της χώρας του από την Εμπορική Συμφωνία Ειρηνικού (ΤΡΡ), στην οποία εκτός από τον Καναδά και το Μεξικό μετέχουν και άλλες εννέα χώρες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ