Φάση καμπής διανύει ο κλάδος των ενοικιαζόμενων δωματίων και διαμερισμάτων καθώς από τη μία η κρίση και η αυξημένη φορολογία των τελευταίων ετών οδήγησε πολλές επιχειρήσεις στο να κλείσουν τα βιβλία τους και από την άλλη η έξαρση των γκρίζων μισθώσεων συνθέτει περιβάλλον αθέμιτου ανταγωνισμού.
Η εποχικότητα, η έλλειψη εξωστρέφειας, οι επιβαρύνσεις στη λειτουργία και ο «κανιβαλισμός των τιμών από μεγαλύτερες μονάδες έχουν συρρικνώσει τη δυναμικότητα του κλάδου τα τελευταία χρόνια. Κάποτε τα μέλη μας ήταν 42.000. Τώρα είναι περίπου 30.000. Από το 2003 υπάρχει κρίση στα ενοικιαζόμενα καταλύματα» τονίζει ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Επιχειρηματιών Τουριστικών Καταλυμάτων Ελλάδος (ΣΕΤΚΕ) κ. Παναγιώτης Τοκούζης.
«Υπάρχει διασπορά από τον κλάδο προς την γκρίζα μίσθωση λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων» προσθέτει. «Πολλοί επιχειρηματίες έχουν κλείσει τα βιβλία τους για να αποφύγουν τα βάρη. Οσοι δεν άντεξαν έκλεισαν και παρέδωσαν τις άδειες. Τελευταίως ανοίγουν ξανά αλλά λειτουργούν χωρίς άδεια» διευκρινίζει. «Ο νέος νόμος για τη βραχυπρόθεσμη μίσθωση είναι ταφόπλακα για όλα τα καταλύματα. Πρέπει να αποσυρθεί εντελώς». Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Οικονομικών προωθεί να δεσμεύεται ποσοστό 3% για κάθε κράτηση στην «πηγή», δηλαδή στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, ενώ για την εφαρμογή της ρύθμισης βραχυχρόνιων μισθώσεων εκκρεμεί η υπογραφή Κοινής Υπουργικής Απόφασης.
Τρεις αλλαγές
Οπως επισημαίνει ο κ. Τοκούζης, σε μια δεκαετία έχουν γίνει τρεις αλλαγές στο φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, οι οποίες είχαν αποτέλεσμα τον περιορισμό τελικά των δημοσίων εσόδων και της δυναμικότητας του κλάδου.
«Σήμερα το 72% των ενοικιαζόμενων δωματίων –διαμερισμάτων, περίπου 21.900, είναι δυναμικότητας έως πέντε δωματίων» υπογραμμίζει. «Πριν από το 2012 ήταν από επτά έως δέκα δωμάτια» λέει, εξηγώντας ότι μετά τη ρύθμιση που επέβαλε σε ιδιοκτήτες ενοικιαζομένων άνω των πέντε δωματίων να ασφαλιστούν στον ΟΑΕΕ, ακόμα και αν είχαν άλλη κύρια ασφάλιση, «όλοι μείωσαν τη δυναμικότητά τους στα πέντε δωμάτια, από επτά που ήταν». Στο πλαίσιο αυτό η ΣΕΤΚΕ έχει καταθέσει πρόταση στο υπουργείο Τουρισμού με την οποία ζητεί να απλουστευθούν τα δικαιολογητικά για την έκδοση άδειας, να επανέλθει ο τεκμαρτός φόρος έως τα 10 δωμάτια και να ενεργοποιηθεί ο ελεγκτικός μηχανισμός.

«Να είναι γνωστός ο φόρος από την αρχή στους επιχειρηματίες»
υπογραμμίζει ο κ. Τοκούζης, υπολογίζοντας ότι περίπου 20 εκατ. ευρώ φορολογικά έσοδα μπορεί να προκύψουν από τα 21.900 ενοικιαζόμενα καταλύματα, με μέσο ετήσιο φόρο 900 ευρώ, όπως ίσχυε αρχικά. «Τα ενοικιαζόμενα καταλύματα να είναι καταγεγραμμένα στο υπουργείο Τουρισμού» σημειώνει. Και επισημαίνει ότι «έχουμε καταθέσει πρόταση στο υπουργείο Τουρισμού με νέα κριτήρια πιστοποίησης/κατηγοριοποίησης» για τα ενοικιαζόμενα και «περιμένουμε να την εντάξει σε νομοθετική ρύθμιση». Τα κλειδιά είναι από ένα έως πέντε ενώ έχουν προστεθεί οι κατηγορίες 3+, 4+, αλλά και 5+ κατηγορία «elite», όπως στα boutique ξενοδοχεία.
Ανοδική τάση
Την ίδια ώρα ο πρόεδρος της ΣΕΤΚΕ υποστηρίζει ότι ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) «ως κοινωνικός εταίρος που είναι σήμερα χρειάζεται αναλογικότερη εκπροσώπηση στο διοικητικό του συμβούλιο από τους κλάδους που συνθέτουν τον τουρισμό. Θα έπρεπε να εκπροσωπείται κάθε φορέας που τον αποτελεί. Ο τουρισμός δεν είναι μόνο ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια» αναφέρει και προσθέτει ότι η ΣΕΤΚΕ έχει στείλει σχετική επιστολή στα υπουργεία Τουρισμού, Ανάπτυξης και στον Πρωθυπουργό. Σε ό,τι αφορά την εφετινή χρονιά εκτιμά ότι «είναι πολύ καλή» με βάση τις προκρατήσεις, για όσους από τον κλάδο «συνεργάζονται με πρακτορεία. Κινούμαστε σε καλά ποσοστά σε σχέση με πέρυσι. Η σεζόν μας εξαρτάται από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία. Αν πάνε καλά οι μεγάλες μονάδες τότε γίνεται διάχυση και στα ενοικιαζόμενα». Τα τελευταία πέντε χρόνια άλλωστε «η τάση είναι ανοδική για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ευτυχώς για τον τουρισμό, ήταν μονόδρομος η αναβάθμιση, τουλάχιστον για αυτούς που δουλεύουν στο Διαδίκτυο» λέει. Ωστόσο υπάρχουν περιοχές, όπως η Πιερία, όπου τα ενοικιαζόμενα δωμάτια «δουλεύουν περισσότερο με πρακτορεία και πελάτες από τα Βαλκάνια. Εκεί είναι πολύ πιο πεσμένες οι τιμές» και κυμαίνονται από 2.500 έως 3.000 ευρώ για περίπου 120 ημέρες σεζόν ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι η μέση τιμή είναι από 21 έως 25 ευρώ την ημέρα. «Τα νησιά δουλεύουν κυρίως με το Διαδίκτυο» ενώ στην Κρήτη «υπάρχουν και συμβόλαια, αλλά σε καλύτερες τιμές, από 3.500 έως 4.500 ευρώ ετησίως», δηλαδή από 29 έως 37,5 ευρώ την ημέρα.
Υστέρηση στην τεχνολογία και έλλειψη εκπαίδευσης

Για όσους δεν δουλεύουν με πρακτορεία η παρουσία στην ελεύθερη αγορά προϋποθέτει χρήση τεχνολογικών λύσεων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο κ. Τοκούζης διαπιστώνει πρόβλημα στην προβολή και εξωστρέφεια. «Οσοι έχουν περισσότερα δωμάτια δίνουν τη διαχείριση και το μάρκετινγκ σε εταιρείες που αναλαμβάνουν την προώθηση και τις πωλήσεις. Οσοι έχουν λιγότερα δωμάτια πρέπει να εξειδικευθούν στον τουρισμό εμπειρίας» υποστηρίζει. «Υποχρεωτική πρέπει να είναι και η εκπαίδευση για τον κλάδο μας. Θέλουμε προγράμματα που απευθύνονται στον μικρό επιχειρηματία, ο οποίος έχει ανάγκη την εκπαίδευση» συμπληρώνει.


«Παρατηρούμε ότι τα ενοικιαζόμενα δωμάτια έχουν θέμα στην εξωστρέφεια»
αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος της SWOT, εταιρείας ανάπτυξης και προώθησης τουριστικών επιχειρήσεων, κ. Γιώργος Κωνσταντινίδης. «Υστερούν στην ίδια τη διαχείριση των καταλυμάτων, στην οργάνωση και στη λειτουργία» προσθέτει, εξηγώντας ότι «τα περισσότερα δεν χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό σύστημα κρατήσεων, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσουν και άλλες δραστηριότητες με τους πελάτες. Δεν έχουν website ή παρουσία στα social media, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την εποχικότητα. Υπάρχει πρόβλημα και με το προσωπικό».
Περίπου «το 15% των μικρών καταλυμάτων λειτουργεί σωστά. Το υπόλοιπο 85% μένει πίσω και στην παρακολούθηση της τεχνολογίας, στα συστήματα κρατήσεων, στα κανάλια πωλήσεων και διαφήμισης ενώ πολλές φορές κάνουν λάθος ανάγνωση του ανταγωνισμού τους και λάθος τοποθέτηση του προϊόντος στην αγορά». Σε αυτό το 85% «οι περισσότεροι δεν είναι ξενοδόχοι αλλά επιχειρηματίες που επενδύουν στον τουρισμό. Κυρίως γιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, κατασκευαστές, αγρότες». Οσον αφορά την αντίληψη για τη λειτουργία «είναι καθαρά θέμα ηλικίας. Οι περισσότεροι είναι άνω των 55 ετών. Οι νεότερες γενιές τολμούν και εξελίσσουν την επιχείρηση» υποστηρίζει.
Από την άλλη, τα καταλύματα που κινούνται σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες τύπου Airbnb «είναι πιο ενημερωμένα. Η δράση και η αντιμετώπιση των ιδιοκτητών είναι πολύ πιο επαγγελματική από τα παραδοσιακά καταλύματα». Εξάλλου τα νούμερα στην Ελλάδα «είναι πολύ μεγάλα πια» τονίζει. Τα παραδοσιακά «είχαν μάθει ότι η καλή φιλοξενία και η ποιότητα αρκούν». Στο πλαίσιο αυτό η SWOT πραγματοποίησε στις 5 Απριλίου το 1ο Forum για τα Μικρά Καταλύματα της Ελλάδας, με τη συμμετοχή 35 ξενοδοχειακών μονάδων από όλη την Ελλάδα και περισσότερων από 100 εκπροσώπων ταξιδιωτικών γραφείων και προμηθευτών ξενοδοχείων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ