Προειδοποίηση για τον κίνδυνο ο νόμος για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό να μείνει ανεφάρμοστος αν παραμείνει ως έχει, προκαλώντας ανήκεστο βλάβη στην ελληνική οικονομία, λόγω της καθυστέρησης στην αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, απευθύνουν οι τράπεζες προς την κυβέρνηση. Πρόκειται για το κεντρικό συμπέρασμα του υπομνήματος που υπέβαλε η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (ΕΕΤ) προς την αρμόδια επιτροπή του ελληνικού Κοινοβουλίου, τα βασικά σημεία του οποίου παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα της Κυριακής».

Σε αυτό περιλαμβάνονται όλες οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των διατάξεων του σχεδίου νόμου, ώστε ο νέος μηχανισμός αναδιάρθρωσης χρεών να αποτελέσει ευκαιρία για την αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκαμψη του τραπεζικού κλάδου και της ελληνικής οικονομίας.

Ο πρόεδρος της ΕΕΤ και της Eurobank Νικόλαος Καραμούζης από το βήμα της Βουλής επισήμανε την περασμένη εβδομάδα πως «αν οι κομβικές παρατηρήσεις που διατυπώνουμε δεν ληφθούν υπόψη κατά την τελική διατύπωση των κρίσιμων διατάξεων, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός δεν θα επιτελέσει τον σκοπό του και πολύ σύντομα θα πρέπει να αντικατασταθεί ή να τροποποιηθεί». Σύμφωνα με τον ίδιο, «ώσπου αυτό να συμβεί θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και ενδεχομένως να έχουν δημιουργηθεί μη αναστρέψιμες καταστάσεις στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων». Πρόσθεσε δε πως «όσο δεν αντιμετωπίζονται τα κόκκινα δάνεια τόσο γίνονται ανέφικτα η χρηματοδότηση της οικονομίας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ο υγιής ανταγωνισμός».

Οι τράπεζες επισημαίνουν στο υπόμνημά τους πως «κάθε νομοθετική πρωτοβουλία θα πρέπει να περιλαμβάνει απλές και σαφείς διαδικασίες, οι οποίες όχι μόνο θα εμποδίσουν την περαιτέρω δημιουργία «κόκκινων» δανείων, αλλά και θα συμβάλουν αποφασιστικά, και μάλιστα για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων».

Και σημειώνουν ότι η ΕΕΤ είναι σύμφωνη με την κοινή ρύθμιση σε εξωδικαστική διαδικασία των επιχειρηματικών οφειλών, έναντι του Δημοσίου, των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των τραπεζών. Ευελπιστούν δε ότι «οι λοιποί ιδιώτες δανειστές, που επίσης έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία του, δεν θα είναι εικονικοί πιστωτές».
Στο πλαίσιο αυτό προτείνουν τις ακόλουθες αλλαγές:

1. Πεδίο εφαρμογής.
Ο νόμος πρέπει να αφορά αποκλειστικά και μόνο επιχειρηματικές και όχι ατομικές οφειλές. Η ΕΕΤ τονίζει ότι στο νομοσχέδιο υπάρχει η διαζευκτική διατύπωση για τις οφειλές πως μπορούν «είτε να προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη είτε να αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία».
Και εξηγεί ότι με τον τρόπο αυτόν διευρύνεται σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του νόμου ιδίως στις περιπτώσεις των ατομικών επιχειρήσεων. Μάλιστα τονίζει ότι, εφόσον αυτό υιοθετηθεί, κάθε φυσικό πρόσωπο-έμπορος θα μπορεί να εντάξει στη διαδικασία και κάθε άλλη προσωπική του οφειλή, όπως π.χ. το στεγαστικό του δάνειο. Σύμφωνα με την ΕΕΤ, για τις ατομικές οφειλές υπάρχουν πολλά τραπεζικά προϊόντα σε διμερή βάση.

2. Ελάχιστο ύψος οφειλών.
Η ΕΕΤ είχε ζητήσει το ελάχιστο όριο των οφειλών να ξεκινά από τις 150.000 ευρώ και το μείωσε στις 50.000 ευρώ για λόγους πρακτικούς, λειτουργικούς και αποτελεσματικότητας. Ωστόσο διατυπώνεται ο κίνδυνος το σύστημα να επιβαρυνθεί υπέρμετρα με χαμηλότερες των 50.000 ευρώ οφειλές, ακόμη και αν αυτές, μεταξύ 20.000 και 50.000 ευρώ, υπαχθούν σε αυτοματοποιημένη διαδικασία. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ΕΕΤ, οι τράπεζες, ανάλογα με τη σειρά προτεραιότητας υποβολής της αίτησης, να ασχολούνται με ασήμαντες πλην χρονοβόρες υποθέσεις, με αποτέλεσμα οι σημαντικοί οφειλέτες να έχουν την άνεση να διαφεύγουν αλλά και να απέχουν από κάθε πρωτοβουλία ρύθμισης.

3. Κατάργηση της δικαστικής διαδικασίας επικύρωσης.
Η ΕΕΤ είναι απόλυτα αντίθετη με την παρεμβολή δικαστικής διαδικασίας επικύρωσης της συμφωνίας αναδιάρθρωσης. Οι δανειστές που θίγονται και δεν συναινούν στην εξωδικαστική διαδικασία θα μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, μετά την επικύρωση, άρα προστατεύονται. Η δικαστική επικύρωση, σύμφωνα με τις τράπεζες, σημαίνει καθυστέρηση 18 τουλάχιστον μηνών, γιατί οι πέντε μήνες που προβλέπει ο νόμος δεν θα τηρηθούν στην πράξη, από τα ήδη υπερφορτωμένα δικαστήρια. Η ΕΕΤ επικαλείται το κακό προηγούμενο του Ν. 3869/2010 (γνωστού ως νόμου Κατσέλη) για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, για τον οποίο εκκρεμούν 155.000 αιτήσεις και κάποιες από αυτές έχουν προσδιοριστεί για το 2032.

4. Υποβολή αιτήσεων.
Η ηλεκτρονική υποβολή των αιτήσεων θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή την ίδια ημέρα που θα αρχίσει να ισχύει ο νόμος και να μην υποβληθεί ούτε μία αίτηση γραπτά, επισημαίνει η ΕΕΤ. Σύμφωνα με το υπόμνημα, υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις και εταιρείες που μπορούν να υπαχθούν στον νόμο. Για να λειτουργήσει στην πράξη ο νόμος, θα πρέπει από την πρώτη ημέρα που θα αρχίσει να ισχύει οι αιτήσεις και τα δικαιολογητικά να υποβάλλονται ηλεκτρονικά και να περιορίσουμε τη γραφειοκρατία, έχοντας ένα σύστημα που θα επιτρέπει την ηλεκτρονική συλλογή στοιχείων.

5. Αναστολή πληρωμών.
Η αναστολή που προβλέπεται για τον χρόνο από την υποβολή της αίτησης ως την έκδοση δικαστικής απόφασης και αφορά τον Κώδικα Δεοντολογίας της ΤτΕ πρέπει να καταργηθεί, διότι θα ευνοήσει τη δημιουργία περαιτέρω οφειλών και θα ενθαρρύνει τη δημιουργία στρατηγικών κακοπληρωτών.

6. Αποφυγή εικονικών απαιτήσεων.
Η ΕΕΤ σημειώνει πως ο νόμος δεν προβλέπει καμία διαδικασία ελέγχου ή επαλήθευσης των απαιτήσεων που καταγράφονται στην κατάσταση πιστωτών και συμμετέχουν στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Οπως εξηγεί, οι αρμοδιότητες ελέγχου του συντονιστή σε αυτό το επίπεδο είναι μάλλον τυπικού χαρακτήρα, αφού ο τελευταίος ελέγχει μόνο την πληρότητα του φακέλου. Σύμφωνα με την ΕΕΤ, η εμπειρία από παρεμφερείς διαδικασίες του προϊσχύοντος πλαισίου έχει δείξει ότι η προβολή εικονικών απαιτήσεων αποτελούσε συνήθη πρακτική για τον σχηματισμό πλειοψηφιών ευνοϊκών προς τον οφειλέτη.
Από την άλλη πλευρά, ένα εκτεταμένο στάδιο προληπτικού ελέγχου των απαιτήσεων θα επιβάρυνε σημαντικά τη διαδικασία από απόψεως χρόνου. Γι’ αυτό και το νομοσχέδιο θα πρέπει να ικανοποιεί τόσο την ασφάλεια όσο και την ταχύτητα της διαδικασίας. Προς την κατεύθυνση αυτή προτείνεται να προστεθεί στα δικαιολογητικά της αίτησης η κατάθεση βεβαίωσης υπογεγραμμένης από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή από ελεγκτική εταιρεία, οι οποίοι θα βεβαιώνουν την ακρίβεια και την εγκυρότητα της κατάστασης πιστωτών.

7. Ελεγχος περιουσιακής κατάστασης.
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να συμπεριλάβει στην αίτηση: (α) δήλωση για μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακών στοιχείων εντός των τελευταίων πέντε ετών από την υποβολή της αίτησης, (β) δήλωση για τη διενέργεια συναλλαγών, εκτός των τρεχουσών συναλλαγών της επιχείρησης, εντός των τελευταίων 24 μηνών.
Η ΕΕΤ τονίζει ότι ο οφειλέτης θα πρέπει να δηλώνει οποιαδήποτε μη συνήθη συναλλαγή σε χρονικό ορίζοντα πέντε ετών πριν από την υποβολή της αίτησης, καθώς το διάστημα των 24 μηνών είναι εξαιρετικά σύντομο. Αυτή η παρατήρηση συμβαδίζει και με τους εκτεταμένους ελέγχους που διενεργεί το Δημόσιο για τη φοροδιαφυγή αλλά και με την επί μακρόν εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ