Πρόκειται για μια ιστορία της κρίσης. Και ήταν μάλλον αναμενόμενο.
Η «πληθωρικότητα» με την οποία οι πολυεθνικοί όμιλοι –κυρίως καταναλωτικών προϊόντων –είχαν κατορθώσει να κυριαρχήσουν στις δύο προηγούμενες δεκαετίες στην ελληνική αγορά προκάλεσε εν τέλει τα αντανακλαστικά ενός ιδιότυπου επιχειρηματικού και καταναλωτικού εθνικισμού, και μάλιστα από τα πρώτα χρόνια της κρίσης –δεν πρόκειται για μια ελληνική ιδιοτροπία, αλλά για ένα υπόγειο ρεύμα που ανιχνεύεται στο σύνολοσχεδόν των ευρωπαϊκών αγορών, ανατολικών και δυτικών. Ετσι λοιπόν τα τμήματα μάρκετινγκ των πολυεθνικών ομίλων –και όχι μόνο –από το 2010 ακόμη διαπίστωσαν ότι η καταναλωτική συμπεριφορά άρχισε να αλλάζει, η πιστότητα των καταναλωτών στη μάρκα –που ήταν σημείο αναφοράς από τη δεκαετία του 1990 –ως κριτήριο επιλογής ενός προϊόντος κατέβηκε πολύ χαμηλά στην κατάταξη των κριτηρίων επιλογής.

Η τιμή του προϊόντος άρχισε να ανεβαίνει δραματικά στην κλίμακα των κριτηρίων και το κριτήριο της ελληνικότητας αίφνης άρχισε να κερδίζει πόντους μήνα με τον μήνα.

Οι ελληνικές βιομηχανίες, κυρίως στον κλάδο των τροφίμων και ποτών, που είναι ο πιο δυναμικός και ανθεκτικός –με όλη τη σχετικότητα της περιόδου –κλάδος της ελληνικής αγοράς, αυτή τη νέα τάση την εκμεταλλεύτηκαν με κάθε τρόπο.
Πόσω μάλλον που το 2014 η πιστότητα των καταναλωτών στα ελληνικά προϊόντα έφτασε στο 77% –δηλαδή από όσους αγόραζαν ελληνικά προϊόντα το 77% τα επέλεγε για την προέλευσή τους. Παράλληλα από την άνοιξη του 2010 άρχισε να συζητείται στο υπουργείο Ανάπτυξης αλλά και με τις αρμόδιες κοινοτικές υπηρεσίες η θέσπιση του ελληνικού σήματος. Λίγα χρόνια αργότερα οι ιδιοκτήτες έξι ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν αυτή την τάση και να δημιουργήσουν μια επιχειρηματική συλλογικότητα, η οποία θα διευρύνεται συνεχώς με βάση ορισμένα κριτήρια και θα προσπαθήσει να αναδείξει ως σημείο αναφοράς την ελληνικότητα των προϊόντων.
Την πρωτοβουλία ανέλαβαν οι ιδιοκτήτες της εταιρείας ρυζιού και οσπρίων Agrino, η οικογένεια Πιστιόλα –ο κ. Αγις Πιστιόλας είναι σήμερα πρόεδρος -, οι οικογένειες Τσαούτου και Μαρλαφέκα με τις εταιρείες αναψυκτικών Εψα και Λουξ, η οικογένεια Σεπετά με το εμφιαλωμένο νερό Ζαγόρι, η οικογένεια Παπαδημητρίου με το Μπαλσάμικο και η κορυφαία πτηνοτροφική επιχείρηση της χώρας, Νιτσιάκος, που είναι και η μεγαλύτερη εταιρεία του «Ελλα-Δικά Μας», της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας που μόλις πριν από λίγους μήνες μετατράπηκε σε Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία.
Αλλαγή
Βέβαια μετά από τρία χρόνια το «ισοζύγιο» στις πωλήσεις ελληνικών και εισαγομένων προϊόντων στα ράφια και στα ψυγεία των σουπερμάρκετ έχει αλλάξει και μάλιστα εντυπωσιακά. Πηγές της αγοράς θεωρούν ότι οι πολυεθνικοί όμιλοι ελέγχουν πλέον περί το 55% των πωλήσεων και το 45% ανήκει στις ελληνικές επιχειρήσεις, όταν πριν από λίγα χρόνια οι πολυεθνικοί όμιλοι ήλεγχαν περίπου τα 2/3 των συνολικών πωλήσεων.
Από την άλλη πλευρά, η συσπείρωση με την επωνυμία «Ελλα-Δικά Μας» αριθμεί πλέον συνολικές ετήσιες πωλήσεις ύψους περίπου 800 εκατ. ευρώ, απασχολώντας 3.500 εργαζομένους και έχοντας εξαγωγές άνω των 100 εκατ. ευρώ. Μεταξύ αυτών είναι η Μέγα ΑΕ, από τις μεγαλύτερες εταιρείες ειδών προσωπικής φροντίδας, οι εταιρείες Βίκος, μεταλλικού νερού και αναψυκτικών, η παλαιότερη ποτοποιία της χώρας, η Βαρβαγιάννης, το Κτήμα Γεροβασιλείου, οι ζυθοποιίες ΕΖΑ και Νήσος, η Χαρτοβιομηχανία Πακο ΑΕ, η εταιρεία παραγωγής αβγών Βλαχάκη, η Κονσερβοποιία Κύκνος ΑΕ και η Βιομηχανία Ζυμαρικών Ηλιος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένους επιχειρηματικούς κύκλους της «Eλλα-Δικά Μας» διατυπώνονται ισχυρές ενστάσεις τουλάχιστον έναντι του ΣΕΒ ή του ΣΕΒΤ. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μία ακόμη πτυχή –ιδιαίτερη αυτή τη φορά και ισχυρή εν προκειμένω –του επιχειρηματικού ανταγωνισμού, σε μια αγορά η οποία συνεχίζει να συρρικνώνεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ