Στη διάρκεια του 2016 οι πωλήσεις των οσπρίων και του ρυζιού –από τα βασικότερα προϊόντα διατροφής –μειώθηκαν κατά περίπου 10%. Βέβαια το διψήφιο ποσοστό κάμψης αφορά την κατηγορία του οργανωμένου λιανεμπορίου και σε έναν βαθμό οφείλεται στην αύξηση των προσφορών επί των τιμών των προϊόντων.
Ομως συρρίκνωση παρατηρήθηκε και στον όγκο των πωλήσεων, περίπου 5%. Αλλά η κάμψη στις πωλήσεις στην περίοδο της κρίσης είναι σε μεγάλο βαθμό «στατιστικό λάθος», διότι οι μετρήσεις δεν περιλαμβάνουν τις χύμα πωλήσεις και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας των discount stores. Ο συνολικός τζίρος της αγοράς υπολογίζεται περί τα 100 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 70 εκατ. ευρώ αφορούν τα τυποποιημένα προϊόντα.
Η Agrino της οικογένειας Πιστιόλα –μία εκ των παλαιότερων εταιρειών –κατέχει την πρώτη θέση στον κλάδο. Πέρυσι, συμπεριλαμβανομένης και της αναστάτωσης που επικράτησε στο λιανεμπόριο, αλλά και διότι η Agrino είχε ευρεία σχέση με τη Μαρινόπουλος ΑΕ, οι πωλήσεις της παρουσίασαν ελαφρά πτώση, περί το 3,5%, και ο τζίρος της διαμορφώθηκε στα 27 εκατ. ευρώ.

Μερίδιο 30%
Στην περίοδο της ύφεσης οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά περίπου 5 εκατ. ευρώ ετησίως. Αλλά και στο πρώτο δίμηνο του 2017, ενώ η πτώση της αγοράς των τυποποιημένων οσπρίων και του ρυζιού συνεχίζεται, η εταιρεία εμφανίζει αύξηση των πωλήσεων κατά 10%. Το μερίδιό της στην ελληνική αγορά υπερβαίνει το 30% έχοντας κατορθώσει να αντιμετωπίσει ισχυρούς πολυεθνικούς ομίλους.
Οπως μάλιστα λέει, μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Αναστάσιος Πιστιόλας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, «στόχος μας, εκτός από την ενίσχυσή μας στην εσωτερική αγορά, είναι να πολλαπλασιάσουμε την εξαγωγική μας δραστηριότητα».
Πράγματι, η Agrino πραγματοποιεί σήμερα το 15% των πωλήσεων της σε περίπου 20 χώρες. Καλύτεροι πελάτες της είναι οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γερμανία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κύπρος κ.λπ.), ενώ ιδιαίτερη έμφαση αυτή την περίοδο δίνει στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης –πρόκειται για μια ομάδα δέκα χωρών –καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο σύνολο των ετήσιων πωλήσεών της το 75% προέρχεται από το ρύζι, στην τυποποίηση του οποίου δραστηριοποιείται αρκετές δεκαετίες, και το 25% από τις κατηγορίες των οσπρίων, τις οποίες άρχισε να τυποποιεί από το 1994.
Συνεργασίες
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «από τότε παίξαμε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση της καλλιέργειας των οσπρίων στη χώρα μας, δεδομένου ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι εισαγωγές οσπρίων αντιστοιχούσαν στο 90% της εγχώριας κατανάλωσης». Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως λέει ο κ. Πιστιόλας, η εταιρεία συνεργάζεται με περίπου 300 παραγωγούς οσπρίων –συγκροτημένοι σε ομάδες παραγωγών –από οκτώ περιοχές της χώρας (Καστοριά, Φάρσαλα, Φενεός Κορινθίας, Αμύνταιο, Λήμνο κ.λπ.) και με παραγωγούς ρυζιού από τη Δυτική και την Κεντρική Μακεδονία (Θεσσαλονίκη, Ημαθία, Πέλλα, Σέρρες). Εκτός από την εγχώρια παραγωγή, η Agrino τυποποιεί επίσης και ποσότητες εισαγόμενων οσπρίων. Η εταιρεία, συνεχίζει ο ίδιος, συνεχίζει «κάθε τρία χρόνια να επενδύει 5 – 6 εκατ. ευρώ και τώρα σχεδιάζουμε ένα μεγάλο επενδυτικό σχέδιο άνω των 6 εκατ. ευρώ».
Η εταιρεία διαθέτει δύο εργοστάσια τυποποίησης, στο Αγρίνιο και στη Θεσσαλονίκη, απασχολώντας 170 εργαζομένους και έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση του δικτύου επιχειρήσεων «Ελλα – δικά». Πρόκειται για μια ομάδα περίπου 30 μεσαίου μεγέθους παραγωγικών επιχειρήσεων, που προωθούν την ενίσχυση της κατανάλωσης των ελληνικών προϊόντων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ