Απογοητευτική, πλην αποκαλυπτική για την κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα της κρίσης, ήταν η «Συγκριτική Ανάλυση για την Εργασία στην Ευρώπη» που δημοσίευσαν από κοινού η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (CES) και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Συνδικάτων (ETUI). Και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όμως, παρά την ανάκαμψη των οικονομιών, η μισθολογική εξέλιξη των εργαζομένων δεν ήταν ανάλογη τη χρονιά που πέρασε, σε μια συγκυρία αποπληθωρισμού μάλιστα, ακόμη και σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης.
Στην έρευνά τους η κορυφαία συνδικαλιστική οργάνωση της Ευρώπης και το Ινστιτούτο Τεκμηρίωσης διαπιστώνουν ότι η αποκατάσταση των πραγματικών μισθών μετά την κρίση και την ύφεση του 2008 μοιάζει να συνεχίζεται στην ΕΕ, αλλά με άνισο τρόπο. Και όταν αναφέρονται σε «πραγματικούς μισθούς» εννοούν μισθούς όχι ονομαστικούς αλλά αποπληθωρισμένους, κατά τρόπον ώστε να αποτυπώνουν την αγοραστική δύναμη των μισθωτών.
Ετσι, οι 28 χώρες-μέλη κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου οι μισθοί αυξήθηκαν με ρυθμούς υψηλότερους του 3% το 2016, στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι μισθοί αυξήθηκαν με ρυθμούς από 1% έως 3% και τέλος στις χώρες του Νότου, όπου οι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι ή αυξήθηκαν οριακά. Στην τελευταία αυτή κατηγορία, στην οποία ανήκουν 8 χώρες, συγκαταλέγεται, όπως εύκολα θα υπέθετε κανείς, και η Ελλάδα.
Πλούσιοι και φτωχοί

Στη χώρα μας οι πραγματικοί μισθοί (δίχως την παράμετρο της αύξησης ή της μείωσης των καταναλωτικών τιμών δηλαδή) αυξήθηκαν την περυσινή χρονιά κατά το ισχνό ποσοστό 0,1%, σύμφωνα με την έρευνα. Απολύτως μηδενική ήταν η αύξηση στην Ιταλία, ενώ και στη Γαλλία αυξήθηκαν κατά το ανεπαρκέστατο ποσοστό 0,25% και στην Αυστρία (που ασφαλώς δεν αποτελεί χώρα του ευρωπαϊκού Νότου) αυξήθηκαν μόλις κατά 0,43%. Με τη διαφορά, βεβαίως, ότι στις δύο τελευταίες χώρες οι μισθοί είναι ήδη πολύ υψηλοί και εν πάση περιπτώσει οι μισθωτοί εκεί δεν αναγκάστηκαν τα τελευταία χρόνια σε περικοπές μισθών και επίσης σε αλλαγές του εργασιακού καθεστώτος (αντικατάσταση συλλογικών συμβάσεων εργασίας με ατομικές, λόγου χάρη).
Για να αντιληφθεί κανείς τις διαφορές, στη Γαλλία ο μέσος μισθός ήταν 2.225 ευρώ το 2016. Και ο κατώτατος ήταν 1.466,62 ευρώ μεικτά (περίπου 1.150 ευρώ καθαρά), όταν στη Ρουμανία ο κατώτατος καθαρός μισθός μετά βίας ξεπερνούσε πέρυσι τα 250 ευρώ και ο μέσος είχε φθάσει στα 425 ευρώ. Φυσικά στη Γαλλία η ζωή είναι πολύ πιο ακριβή από τη Ρουμανία, αλλά αμφότερες οι χώρες πληρώνουν στην ίδια τιμή το πετρέλαιο, τα φάρμακα, τις πρώτες ύλες ή ό,τι άλλο εισάγουν. Η Γαλλία επιπλέον μετατρέπει σε δολάρια το ισχυρό ευρώ, ενώ η Ρουμανία το ασθενέστατο λέου.
Παρά ταύτα, η αγοραστική δύναμη των Ρουμάνων βελτιώνεται. Η Ρουμανία είναι η χώρα στην οποία οι ερευνητές της CES και του ETUI κατέγραψαν τη μεγαλύτερη σε ποσοστό αύξηση του πραγματικού μισθού (8,94%). Οι ερευνητές σημειώνουν, ωστόσο, ότι η εντυπωσιακή μισθολογική πρόοδος που σημειώθηκε πέρυσι στη Ρουμανία σχετικοποιείται αισθητά αν αναλογιστεί κανείς ότι προτού ξεσπάσει η παγκόσμια κρίση του 2008 η ετήσια αύξηση των πραγματικών μισθών πλησίαζε το 11%, ενώ την περίοδο από το 2009 έως το 2016 η ετήσια αύξηση ήταν μόλις 0,1% κατά μέσον όρο.


Ελληνικές «πρωτοπορίες»

«Οι λόγοι που εξηγούν τη χαμηλή αύξηση των μισθών στην τρίτη κατηγορία των χωρών είναι πολλοί και διαφορετικοί, καθώς συνδέονται πολύ με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην κάθε χώρα» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης. Και δίνουν έμφαση στον αποπληθωρισμό. «Τα κοινά σημεία που έχουν οι οκτώ χώρες της κατηγορίας αυτής είναι η στασιμότητα στις τιμές, ο χαμηλός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και η χαμηλή παραγωγικότητα» σημειώνουν.
Και, φευ, η Ελλάδα με τη σχεδόν μηδενική αύξηση του ΑΕΠ το 2016 (0,1% μετά την τελευταία αναθεώρηση) είναι η χώρα της Ενωσης με τις χειρότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα! Οπως αποκαλύπτει συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Συνδικάτων, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα συρρικνώθηκε το 2016 κατά 2,44% συγκριτικά με το 2015. Η ταχύτερη εξέλιξη των μισθών έναντι της παραγωγικότητας υποδηλώνει μια αναδιανομή του κεφαλαίου προς όφελος των εισοδημάτων, σημειώνουν οι ερευνητές.
Θα παρατηρούσε, πάντως, ότι ιδιαιτέρως στην Ελλάδα ανθούν φαινόμενα που επηρεάζουν παραμορφωτικά την εικόνα που σκιαγραφούν οι στατιστικές για την αγορά εργασίας. Μιλάμε για την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία που φέρεται να ξεπερνά το 25% του ΑΕΠ, αλλά και τις μαφιόζικες πρακτικές πολλών εργοδοτών που συμφωνούν με τους υπαλλήλους τους ονομαστικά υψηλότερες αμοιβές από αυτές που δίνουν τελικά. Είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις εργαζομένων που συνοδεύονται από «φουσκωτούς» στα ΑΤΜ ώστε να επιστρέψουν αμέσως μετά την είσπραξη μέρος της αμοιβής στον εργοδότη-ευεργέτη τους.
Ουδόλως παρηγορεί, ασφαλώς, τους έλληνες εργαζομένους η «καταγγελία» των ερευνητών της CES και του ETUI ότι σε πολλές χώρες της ΕΕ (αναφέρονται η Φινλανδία, η Γαλλία και το Βέλγιο) ασκούνται ισχυρές πολιτικές πιέσεις προς την κατεύθυνση της συμπίεσης των αυξήσεων, κυρίως στους χαμηλότερους μισθούς προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του εργατικού δυναμικού και της οικονομίας κάθε χώρας. «Πρόκειται για μια πολιτική εσωτερικής υποτίμησης που έχουν υιοθετήσει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά την κρίση του 2008 και έχει πλήξει τη διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

HeliosPlus