Την αύξηση του περιθωρίου δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από τον έκτακτο μηχανισμό χρηματοδότησης της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) για πρώτη φορά μετά την επιβολή των capital controls, αιτήθηκε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η εγχώρια νομισματική αρχή, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες εκροές καταθέσεων τους πρώτους μήνες του 2017.

Το αίτημα, που έγινε δεκτό από την Ευρωτράπεζα, αφορούσε τη διαμόρφωση του σχετικού πλαφόν στα 46,6 δισ. ευρώ έως και την Τετάρτη 5 Απριλίου, επίπεδα υψηλότερα κατά 400 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο 15νθήμερο.

Η αύξηση αυτή κρίθηκε απαραίτητη καθώς από την αρχή του χρόνου η διαρροή καταθέσεων προσεγγίζει τα 4 δισ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας που δημιουργεί η καθυστέρηση της αξιολόγησης.

Πιέσεις στο σύστημα προκαλεί και η απόσυρση καταθέσεων από το Δημόσιο και φορείς του, οι οποίες τοποθετούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, θυμίζοντας την τακτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση το πρώτο εξάμηνο του 2015.

Υπολογίζεται ότι από την αρχή του χρόνου έχουν κατευθυνθεί στην κεντρική τράπεζα καταθέσεις της τάξης των 2 δισ. ευρώ, χρήματα που τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται να αντικαταστήσουν με άλλες πηγές δανεισμού, συμπεριελαμβανομένου και του ELA.

Με την κίνηση αυτή το υπουργείο Οικονομικών δημιουργεί «μαξιλάρι» ασφαλείας για τους επόμενους μήνες, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς καθυστερήσουν, ώστε να μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες του κράτους για όσο διάστημα δεν ξεπμπλοκάρουν οι επόμενες δόσεις του πακέτου στήριξης της χώρας.

Οι τραπεζικές διοικήσεις ανησυχούν για τα επίπεδα ρευστότητας του συστήματος, όσο δεν κλείνει η διαπραγμάτευση με τους δανειστές.

Ήδη, λίγες μόνον ώρες μετά την αποτυχία του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, καταγράφηκαν εκροές, κυρίως μέσω επαναγοράς αμοιβαίων κεφαλαίων ξένων οίκων, από πελάτες των τραπεζών που τα είχαν ρευστοποιήσει τους προηγούμενους μήνες.

Πρόκειται για νέο χρήμα, που δεν υπόκειται στους περιορισμούς των capital controls, το οποίο εκτιμάται στα επίπεδα των 4 δισ. ευρώ.

Οι καταθέσεις αυτές προέρχονται κυρίως από επενδυτικά προϊόντα του εξωτερικού και από επανατοποθέτηση στο σύστημα αποταμιεύσεων σε φυσική μορφή, οι οποίες μπορούν να αναληφθούν εκ νέου στο 100%.