ΑνδρέαςΚακριδής
Κυριάκος Βαρβαρέσος H βιογραφία ως οικονομική ιστορία
Εκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος

Η βιογραφία του Κυριάκου Βαρβαρέσου, η δεύτερη κατά σειρά (μετά από εκείνη του Εμμανουήλ Τσουδερού) βιογραφία διοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι η νέα έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο Βαρβαρέσος (1884-1957) είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες στον χώρο της οικονομικής σκέψης και πολιτικής της Ελλάδας του 20ού αιώνα.

Ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και αργότερα καθηγητής, υπουργός Οικονομικών κατά την πτώχευση του 1932, υποδιοικητής και μετέπειτα διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος έως το 1946, υπουργός της εξόριστης κυβέρνησης στη διάρκεια της Κατοχής και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης το 1945, υπεύθυνος για την πλέον φιλόδοξη σταθεροποιητική προσπάθεια της μεταπολεμικής οικονομίας, ο Βαρβαρέσος συνέδεσε το όνομά του με τις πιο κρίσιμες οικονομικές εξελίξεις μιας ολόκληρης εποχής.
Λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν η δράση του στο διεθνές προσκήνιο. Από το Συνέδριο της Ειρήνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου συμμετείχε ως απλός σύμβουλος, μέχρι το Bretton Woods, όπου προΐστατο της ελληνικής αποστολής, ο Βαρβαρέσος ήταν παρών σε όλες τις σημαντικές διεθνείς συναντήσεις της εποχής του. Διαπραγματεύθηκε τον διακανονισμό του ελληνικού χρέους, τις εμπορικές συμφωνίες του Μεσοπολέμου και τη μεταπολεμική βοήθεια. Απέκτησε τη φήμη του οξυδερκούς εμπειρογνώμονα και ικανού διαπραγματευτή. Στηρίχθηκε στη φήμη αυτή, το 1946, για να εκλεγεί στο πρώτο συμβούλιο της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 1957.
Ο Βαρβαρέσος είναι γνωστός και για την περίφημη Εκθεση επί του Οικονομικού Προβλήματος της Ελλάδος, ένα μακροσκελές κείμενο που υπέβαλε στην κυβέρνηση Πλαστήρα το 1952, με τις προτάσεις του για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Παρά τη σημασία της, η Εκθεση δεν παύει να αποτελεί ένα από τα τελευταία έργα του –ψηφίδα μιας πολύ μεγαλύτερης εικόνας του ανθρώπου, που παρουσιάζεται συχνά διαθλασμένη και αντιφατική. Ο ίδιος κατηγορήθηκε τόσο για συντηρητισμό όσο και για ριζοσπαστισμό· βαφτίστηκε σωτήρας αλλά και οικονομικός δικτάτορας· εξυμνήθηκε και λοιδορήθηκε. Στη σύγχρονη ιστοριογραφία τον συναντάμε άλλοτε ως νοσταλγό του παρελθόντος, εκπρόσωπο του παλιού κατεστημένου, και άλλοτε ως πρωτοπόρο, υπερασπιστή των λαϊκών στρωμάτων, τον μόνο που τόλμησε να συγκρουσθεί με την καθεστηκυία τάξη. Οι απόψεις αυτές μαρτυρούν περισσότερα για τις ιδεολογικές προτιμήσεις των εκφραστών τους, παρά για τον ίδιο τον Βαρβαρέσο· καμία δεν αποδίδει την πραγματική εικόνα του ανθρώπου και της εποχής του.
Αυτή την εικόνα προσπάθησε να ανασυνθέσει ο συγγραφέας κ. Ανδρέας Κακριδής, σκοπός του οποίου δεν ήταν να γράψει απλώς μια βιογραφία αλλά να ανοίξει ένα παράθυρο στις αγωνίες, στις επιτυχίες και στις απογοητεύσεις τεσσάρων δεκαετιών ελληνικής οικονομικής ιστορίας. «Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα απόσπασμα από το βιβλίο «Κυριάκος Βαρβαρέσος: η βιογραφία ως οικονομική ιστορία», η παρουσίαση του οποίου θα γίνει την προσεχή Τετάρτη 15 Μαρτίου.
Η «μάχη της δραχμής» και ο κανόνας του χρυσού

«Στις παρυφές τις Ακρόπολης, ανάμεσα στο Μνημείο του Λυσικράτη και την Διονυσίου Αρεοπαγίτου, βρίσκεται η οδός Βύρωνος, ένα στενό δρομάκι με κομψές διώροφες κατοικίες, που το καλοκαίρι γεμίζει πλανόδιους πωλητές και τουρίστες. Στον αριθμό 17 στέκει ένα λιτό, μακρόστενο σπίτι με τέσσερα παράθυρα προς τον δρόμο και μια πίσω αυλή, κρυμμένη από τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών. Εκεί, στις 4 Μαρτίου 1884, ξεκίνησε τη ζωή του ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, Κυριάκος Βαρβαρέσος.

» […] ο Κυριάκος έπαιζε πιάνο και μιλούσε από μικρός αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Οι γονείς του είχαν γνώσεις δημοτικού, απέδιδαν ωστόσο ιδιαίτερη σημασία στη μόρφωση των νέων –αγοριών και κοριτσιών. […] Οι λιγοστές φωτογραφίες της εποχής δείχνουν έναν ψηλόλιγνο νέο με ένα ήρεμο, ίσως και ελαφρά περιπαικτικό, βλέμμα. Αν το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τού επέτρεψε να γνωρίσει τον Adolph Wagner, η βασιλική όπερα του Μονάχου τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τον Richard Wagner, του οποίου η μουσική τον συνόδευε για την υπόλοιπη ζωή του».

Η πρόταση
«Το καλοκαίρι του 1931 η παγκόσμια οικονομία διένυε μία από τις χειρότερες χρονιές της ύφεσης. […] Η Αγγλία αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κανόνα του χρυσού και να υποτιμήσει τη στερλίνα. Ηταν η πρώτη φορά, από το 1717, που το βρετανικό νόμισμα βρισκόταν εκτός χρυσού σε καιρό ειρήνης.
» […] Ο Βαρβαρέσος έτυχε να βρίσκεται στο Λονδίνο για υπηρεσιακούς λόγους. Τις επόμενες ημέρες έσπευσε να συναντηθεί με στελέχη της Τράπεζας της Αγγλίας και τηλεγράφησε στην Αθήνα, προτείνοντας την άμεση εγκατάλειψη της χρυσής βάσης και την πρόσδεση της δραχμής στη στερλίνα. Ενδεχόμενη παραμονή της χώρας στον κανόνα του χρυσού θα εξέθετε την Τράπεζα της Ελλάδος σε σημαντικές πιέσεις, τις οποίες ήταν αδύνατο να αντέξει με τα υφιστάμενα αποθέματα. […] Αυτό που πρότεινε δεν ήταν η πλήρης απαγκίστρωση του εθνικού νομίσματος, αλλά η αγκίστρωση σε έναν χαμηλότερο –και άρα πιο εύκολα υποστηρίξιμο –στόχο. Ανήμπορη να μείνει για πολύ ακόμα στη βάρκα του χρυσού, η δραχμή όφειλε να μεταπηδήσει στο σωσίβιο της στερλίνας, πριν αυτό απομακρυνθεί πολύ από τα κύματα.
» Στην Αθήνα το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό. Πλησιάζοντας στο τέλος της τετραετίας, η κυβέρνηση ήταν απρόθυμη να τροφοδοτήσει με βέλη τη φαρέτρα των πολιτικών της αντιπάλων, εγκαταλείποντας ένα από τα θεμέλια της οικονομικής της πολιτικής. […] Ετσι, στις 21 Σεπτεμβρίου, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε την αποσύνδεση της δραχμής από τη λίρα και την πρόσδεσή της στο δολάριο. Ο κύβος είχε ριφθεί: η δραχμή θα έδινε τη μάχη να κρατηθεί στον χρυσό.
» Η μάχη ήταν άνιση. Από την πρώτη κιόλας ημέρα επικράτησε πανικός, με αποτέλεσμα τη μαζική φυγή κεφαλαίων. Εκτεταμένες ρευστοποιήσεις τίτλων προκάλεσαν απώλειες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, το οποίο και ανέστειλε τη λειτουργία του για πέντε ημέρες· τελικά, παρέμεινε κλειστό επί 15 μήνες. Ταυτόχρονα, πολλοί έτρεξαν να αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες και να τα μετατρέψουν σε συνάλλαγμα. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε διαθέσει πάνω από 3,6 εκατ. Συνεδριάζοντας εκτάκτως το Σαββατοκύριακο, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να αναστείλει την εξαργύρωση των τραπεζογραμματίων και να επιβάλει περιορισμούς στις εισαγωγές. Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τον κόσμο, η κυβέρνηση διακήρυξε την προσήλωσή της στη σταθεροποίηση. Μάταια όμως· στους δρόμους της Αθήνας εμφανίστηκαν οι πρώτοι πράκτορες που εμπορεύονταν «μαύρο» συνάλλαγμα, σε τιμές πολύ ακριβότερες από τις επίσημες. Η δραχμή είχε αρχίσει ήδη να απομακρύνεται από τον χρυσό».
Η Αντιπροεδρία και το «πείραμα» του 1945

«Ο μόνος που φαινόταν να μιλάει την ίδια γλώσσα με τους ξένους συμβούλους ήταν ο Βαρβαρέσος. Οπως μετέφερε ο βρετανός πρέσβης στο Foreign Office, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τούς «είχε εντυπωσιάσει όλους με την ενέργεια και τη σύνεση που επιδείκνυε σε οικονομικά και χρηματοδοτικά ζητήματα». Ετσι, τον Φεβρουάριο του 1945, η βρετανική διπλωματία άρχισε να εξετάζει το ενδεχόμενο αξιοποίησης του Βαρβαρέσου στο οικονομικό επιτελείο. Το όνομά του μάλιστα θα προταθεί ακόμα και για την πρωθυπουργία της χώρας, για να απορριφθεί λίγο αργότερα από τον Churchill, που θεωρούσε ότι η παρατεταμένη απουσία του στο εξωτερικό τον καθιστούσε ακατάλληλο να διαδεχθεί τον Πλαστήρα. Η λύση που προκρίθηκε ήταν η ανάληψη της Αντιπροεδρίας της κυβέρνησης, μαζί με την ευθύνη για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής.

Το πρώτο εμπόδιο που έπρεπε να καμφθεί ήταν οι αντιρρήσεις του ίδιου του Αντιβασιλέα. Ο Δαμασκηνός μπορεί να τον εκτιμούσε, θεωρούσε ωστόσο την ανάθεση της Αντιπροεδρίας στον Βαρβαρέσο «πολιτικά δύσκολη». Στελέχη της κυβέρνησης Πλαστήρα έβλεπαν την ενδυνάμωσή του με κακό μάτι, πόσω μάλλον στον βαθμό που ήταν αντίθετη στις δικές τους πολιτικές φιλοδοξίες.
Το βράδυ της 15ης Φεβρουαρίου, ο Δαμασκηνός δεξιώθηκε την πολιτική ηγεσία και τους ξένους αξιωματούχους στο σπίτι του. Μετά το δείπνο, οι δύο βρετανοί υπουργοί, Eden και Macmillan, συνοδευόμενοι από τον πρέσβη και τους συμβούλους τους, αποσύρθηκαν σε ένα δωμάτιο με τον Πλαστήρα, τον Σιδέρη και τον υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Σοφιανόπουλο, για να συζητήσουν τις οικονομικές εξελίξεις. Ο Σιδέρης αγόρευσε εκ νέου υπέρ της αύξησης της βοήθειας, ενώ οι Βρετανοί επανέλαβαν πως η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να αναλάβει τις ευθύνες της και να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα με αποφασιστικότητα, αντί να αναζητεί όλες τις λύσεις στο εξωτερικό. Η συνάντηση κρατούσε ήδη πάνω από μία ώρα, χωρίς να οδηγεί πουθενά· στη διάρκεια μιας μακροσκελούς παρένθεσης για τον αριθμό των φορτηγών που κυκλοφορούσαν στη χώρα, ο Eden έχασε την υπομονή του: διακόπτοντας τον Σιδέρη, εξήγησε πως η συζήτηση δεν είχε νόημα εφόσον ο έλληνας υπουργός δεν έπαιρνε από λόγια. Το κλίμα στο δωμάτιο βάρυνε απότομα. Ο Eden έφυγε εκνευρισμένος για να πάει να βρει τον Δαμασκηνό και να του μεταφέρει τι είχε συμβεί· ο μακαριότατος γέλασε και άφησε να εννοηθεί ότι συμφωνούσε πως το σωστό θα ήταν να προετοιμαστεί ο διορισμός του Βαρβαρέσου.
Στα τέλη Αυγούστου, ο έλεγχος τιμών κατέρρευσε. Τα περισσότερα αγαθά εξαφανίστηκαν από την αγορά –τουλάχιστον στις επίσημες τιμές –ενώ η χρυσή λίρα εκτοξεύτηκε σε νέα ύψη. Η κυβέρνηση ενίσχυσε την αγορανομία και απείλησε τους παραβάτες με αυστηρότερες ποινές· το ελαιόλαδο μετατράπηκε σε κρατικό μονοπώλιο.
» […] Ο Βαρβαρέσος βρέθηκε σε αδιέξοδο. Μέρα με τη μέρα, οι αντιδράσεις του γίνονταν πιο σπασμωδικές –ενδεικτικές τόσο της πολιτικής του απομόνωσης όσο και της προσωπικής του εξάντλησης. Απογοητευμένος από την έλλειψη κατανόησης εκ μέρους των Αγγλων, θεώρησε πως η βρετανική διπλωματία τον είχε εγκαταλείψει. Αγανακτισμένος από τις αντιδράσεις των αντιπάλων του, επανέλαβε τις κατηγορίες εναντίον των επιχειρηματικών συμφερόντων που αντιστρατεύονταν τη σταθεροποίηση. Ο ΣΕΒ πέρασε στην αντεπίθεση: σε ανοιχτή επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, κατηγόρησε τον Βαρβαρέσο για μονομερείς ενέργειες και απροθυμία να συνεργαστεί. Σχεδόν ταυτόχρονα, αρκετές εφημερίδες επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Ενώ ο Ριζοσπάστης και η Ελεύθερη Ελλάδα παρουσίαζαν τον «μεγαλοτραπεζίτη κ. Βαρβαρέσο» ως υπηρέτη της «ολιγαρχίας του πλούτου», οι εφημερίδες της Δεξιάς τον χαρακτήριζαν «σύμμαχο των κομμουνιστών». Σε μία ύστατη προσπάθεια να σταθεροποιήσει την αγορά, το υπουργείο Εφοδιασμού εξέδωσε νέες, δρακόντειες αγορανομικές διατάξεις και κάλεσε τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν στην άμεση δήλωση των αποθεμάτων τους. Οι τιμές συνέχισαν να ανεβαίνουν. Τα ράφια παρέμειναν άδεια. Ο έλεγχος της κατάστασης είχε χαθεί οριστικά.
»Το απόγευμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1945, ο Βαρβαρέσος υπέβαλε την παραίτησή του από την Αντιπροεδρία και το υπουργείο Εφοδιασμού. Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την αναστολή των διατιμήσεων. Τα προϊόντα επέστρεψαν στην αγορά. Το ίδιο και ο υπερπληθωρισμός. Το «πείραμα» Βαρβαρέσου είχε αποτύχει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ