Η παράταση των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές που επέτεινε το κλίμα αβεβαιότητας βυθίζοντας την ελληνική οικονομία (μόνη στην ευρωζώνη) σε ύφεση 1,2% το δ’ τρίμηνο του 2016 δεικνύει, σύμφωνα με οικονομολόγους και αναλυτές διεθνών τραπεζών, ότι η ανάπτυξη δεν είναι κάτι που έρχεται ούτε με ευχές ούτε με ξόρκια.
Η ταχεία άρση των αβεβαιοτήτων και η επίτευξη μιας συμφωνίας με τους δανειστές προκύπτουν ως επιτακτική ανάγκη καθώς ήδη η μείωση του δείκτη οικονομικού κλίματος και η πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις αρχές του έτους καθώς και οι προσδοκίες για αύξηση των φορολογικών βαρών έχουν οδηγήσει τους αναλυτές στην υποβάθμιση των εκτιμήσεών τους για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2017 στην περιοχή του 1%-1,5%, μακριά δηλαδή του κυβερνητικού στόχου για ανάπτυξη 2,7%.

Προβληματισμός
Η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα γύρω από τις διαπραγματεύσεις, τα capital controls, ο νέος γύρος λιτότητας και οι περιορισμένες εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας παρά την εξάχρονη εσωτερική υποτίμηση προβληματίζουν, την ώρα που το ελληνικό ΑΕΠ ήταν εξάλλου ουσιαστικά αμετάβλητο τα τελευταία τρία χρόνια ενώ τα δεδομένα δείχνουν πως η μηδενική ανάπτυξη του 2016 αποτελεί μια απογοήτευση λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες για ένα «μπόνους ανάπτυξης» απόρροια της χαμηλής βάσης εκκίνησης κατά τη χρονιά που διανύουμε.
Η υψηλότερη πτώση
Ενώ το ελληνικό ΑΕΠ κατρακύλησε στο τέλος του περασμένου έτους, τα στοιχεία δείχνουν πως και η εικόνα των πρώτων μηνών του 2017 δεν είναι και η καλύτερη. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος σημείωσε τον Φεβρουάριο την υψηλότερη μηνιαία πτώση που έχει καταγραφεί τους τελευταίους 12 μήνες ενώ η υγεία του μεταποιητικού τομέα επιδεινώνεται και οι επιχειρήσεις προχωρούν σε επί τα χείρω αναθεωρήσεις των προοπτικών τους.
Οσο η αβεβαιότητα παραμένει στο τραπέζι καθώς η οικονομία δεν διαθέτει ακόμη τα ποιοτικά εκείνα στοιχεία για να «γυρίσει» στην ανάπτυξη, το κόστος για τη χώρα θα μεγαλώνει.
Στα χρόνια της κρίσης, π.χ., πήραμε μέτρα 76 δισ. ευρώ (περιλαμβανομένων και των νέων, ύψους 3,6 δισ. ευρώ) για να πετύχουμε δημοσιονομικό αποτέλεσμα 31 δισ. ευρώ, ενώ αν και λάβαμε δάνεια 244 δισ. ευρώ από τους επίσημους φορείς το ΑΕΠ από το υψηλό των 242 δισ. ευρώ του 2008 υποχώρησε κατά 66 δισ. ευρώ, ο μισός πληθυσμός που ανήκε στη μεσαία τάξη έπεσε σε χαμηλότερη βαθμίδα οικονομικής διαστρωμάτωσης, ο πλούτος των νοικοκυριών υποχώρησε κατά 41%, τα «κόκκινα» δάνεια ξεπέρασαν τα 106 δισ. ευρώ, ενώ οι μισές καταθέσεις εξανεμίσθηκαν.
Σύμφωνα με το Eurasia Group, η συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και στους πιστωτές είναι πιο ρεαλιστικό να «κλείσει» τον Απρίλιο ή τον Μάιο, ενώ η Citigroup θεωρεί ως πιο πιθανή μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής τον Ιούνιο πριν από τις μεγάλες αποπληρωμές χρέους των 6,4 δισ. ευρώ του Ιουλίου.
Το χαμένο έδαφος
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βελτιώσει το κλίμα, όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η οικονομία θα μπορέσει να καλύψει το χαμένο έδαφος. Και αυτό γιατί την ώρα που η Ελλάδα και οι τράπεζες ποντάρουν στην ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ο Μάριο Ντράγκι, σύμφωνα με τους αναλυτές, ετοιμάζεται τον Σεπτέμβριο να ανακοινώσει τη σταδιακή απόσυρση του προγράμματος από τις αρχές του 2018.
Για να επιστρέψουμε σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης εξάλλου, πέρα από το κλείσιμο της αξιολόγησης, θα πρέπει να αλλάξει το μείγμα οικονομικής πολιτικής σε περισσότερο αναπτυξιακή κατεύθυνση, το τραπεζικό σύστημα να μπορεί να διασφαλίσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και να διαχειριστεί το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και η χώρα να προσελκύσει κυρίως διεθνή αλλά και εγχώρια επενδυτικά κεφάλαια που να καλύψουν το επενδυτικό κενό των 100 δισ. ευρώ στην οικονομία. Η ανάπτυξη εξάλλου, όπως αναφέρει και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, προϋποθέτει νέες επενδύσεις κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα αφού ο δημόσιος έχει πλέον σαφή όρια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ