Δύο βασικοί παράγοντες θα επηρεάσουν την παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά το 2017: η πορεία της διεθνούς οικονομίας, η αναπτυξιακή διαδικασία δηλαδή στις ενεργοβόρες οικονομίες της Δύσης αλλά και της Ανατολής και δη της Κίνας αφενός, και η τήρηση από τον OPEC της ιστορικής συμφωνίας της 30ής Νοεμβρίου 2016 αφετέρου. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο πρώτος παράγοντας έχει να κάνει με την πετρελαϊκή ζήτηση και ο δεύτερος με την προσφορά.
Δεδομένου ότι η τήρηση της συμφωνίας της 30ής Νοεμβρίου για μείωση των πλαφόν παραγωγής από τα μέλη (αλλά και από μη μέλη) του OPEC είναι κάτι που ουδείς μπορεί να προβλέψει, οι ειδικοί εστιάζουν τις αναλύσεις τους στον παράγοντα ζήτηση. Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία (την πρώτη για μείωση της παραγωγής από το 2008), μόνο να εικάσει μπορεί κανείς ότι αυτή δεν θα τηρηθεί. Κι αυτό λόγω του ιστορικού αναλόγων αποφάσεων που έχει λάβει ο Οργανισμός, οι οποίες καταστρατηγήθηκαν αναφανδόν.

Η πολιτική του OPEC
Παρά ταύτα, η συμφωνία έχει χαρακτηριστεί «ιστορική» διότι σηματοδοτεί την αλλαγή πολιτικής του OPEC, αφού οι 14 χώρες-μέλη του (με πρώτη τη Σαουδική Αραβία), όπως επίσης και η μη συμμετέχουσα στον Οργανισμό Ρωσία, εγκαταλείπουν την προσπάθεια διατήρησης του μεριδίου που έχει η καθεμιά στην αγορά και στρέφουν την προσοχή τους στη μείωση της προσφοράς για την ανάκαμψη των τιμών.
Αν και αποφεύγουν να προβλέψουν για τους παραγωγούς αδυναμία τήρησης των υπεσχημένων, οι ειδικοί περί τα πετρελαϊκά αναλυτές προβλέπουν περαιτέρω ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές το 2017. Ιδιαιτέρως κατά το δεύτερο εξάμηνο του νέου έτους, όταν θα αρχίσουν να γίνονται αισθητές στην αγορά οι επιπτώσεις από την κάθετη κάμψη των επενδύσεων στην πετρελαϊκή βιομηχανία την τελευταία διετία. Οταν δηλαδή ο κλάδος θα αδυνατεί να καλύψει την πετρελαϊκή ζήτηση. Την οποία οι ειδικοί επίσης αναμένουν αυξημένη σε σύγκριση με την εφετινή.

Ο ανταγωνιστής
Ετσι οι ειδικοί θεωρούν ότι οι τιμές του «μαύρου χρυσού» σε ένα 12μηνο θα είναι αυξημένες κατά 15% έως 25% από τις σημερινές. Προβλέπουν, δηλαδή, ότι το Brent θα φθάσει από τα 55 με 60 στα 70 με 75 δολάρια το βαρέλι. Πρόκειται για μια προοπτική, ωστόσο, η οποία δεν συνυπολογίζει μια κεφαλαιώδη παράμετρο: την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου από παραγωγούς στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, οι οποίοι συνιστούν τα τελευταία χρόνια τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές των παραδοσιακών πετρελαιοπαραγωγών.
Το ζήτημα με τους παραγωγούς πετρελαίου και υδρογονανθράκων εν γένει από σχιστολιθικά πετρώματα με την εξόχως αμφιλεγόμενη για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τεχνολογίας της υδραυλικής ρωγμάτωσης είναι ότι για να συμφέρει η άσκηση των δραστηριοτήτων τους πρέπει οι τιμές στην αγορά να ξεπερνούν τα 60 δολάρια το βαρέλι. Ως εκ τούτου είναι αμφίβολο αν οι πετρελαιοπαραγωγοί του OPEC και η Ρωσία ενδιαφέρονται όντως να πάρουν οι τιμές την ανιούσα προς τα 75 δολάρια το βαρέλι ή και ακόμη υψηλότερα, όταν η άνοδος αυτή θα εμφανίσει ξαφνικά νέους παραγωγούς πρόθυμους να πλημμυρίσουν την αγορά με εκατομμύρια βαρέλια σχιστολιθικό πετρέλαιο.
Τον περασμένο Οκτώβριο ο OPEC υιοθέτησε την άποψη των ειδικών του Παγκόσμιου Ενεργειακού Συμβουλίου (World Energy Council) ότι η παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση θα φτάσει στο απόγειό της το 2030 λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Ευλόγως θα υπέθετε κανείς ότι οι παραγωγοί θα φρόντιζαν ώστε να διατηρήσουν τις τιμές στα σημερινά επίπεδα που μοιάζουν «ιδανικά» στο μέτρο που κρατούν μακριά από την αγορά επιχειρηματικές δραστηριότητες που επισπεύδουν το τέλος της εποχής του πετρελαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ