Υστερα από μια σωρευτική αύξηση 170,4% τη δεκαετία 1997 – 2007, η αγορά ακινήτων που κλείνει το 2017 μία δεκαετία κατάρρευσης των τιμών με σωρευτικές απώλειες 45% – 50% αναμένει ακόμη την πραγματική οικονομία να «γυρίσει» σε βιώσιμη ανάπτυξη ώστε να δει πραγματικά καλές ημέρες.
Οι τιμές των κατοικιών εξάλλου οδηγούνται από την αύξηση του πλούτου μιας χώρας. Ομως η Ελλάδα συμπλήρωσε έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης και τρία χρόνια στασιμότητας με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της να επιστρέψει στα επίπεδα του 2003 χάνοντας 66 δισ. ευρώ από το υψηλό του 2008 και η περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών να υποχωρήσει σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ και της Credit Suisse περισσότερο από 40%.
Από το 2008 εξάλλου χάθηκαν σχεδόν 20 δισ. ευρώ (11% του σημερινού ΑΕΠ) επενδύσεων σε κατασκευές επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ελληνική οικονομία, ενώ ο αριθμός αγοραπωλησιών μειώθηκε κατά σχεδόν 80%, την ώρα που η φορολογία στην ακίνητη περιουσία αυξήθηκε πάνω από έξι φορές.
Καθώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα ακίνητα βρέθηκαν στην καρδιά της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που αποτυπώνεται στο πολύ υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης που κυμαίνεται στο 75% αλλά και στο γεγονός ότι το 80% των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων αφορά ακίνητα, εύλογα η κατάρρευση των τιμών αποτέλεσε ένα ισχυρό αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου (negative wealth effect) για την πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών.

Η σύγκλιση
Στη νέα εποχή και στην προσπάθεια εξόδου της χώρας από την κρίση, η ελληνική αγορά κατοικιών που παραδοσιακά αποτέλεσε την ατμομηχανή της οικονομίας είναι απίθανο να παίξει πια κεντρικό ρόλο εκτίμησε η PwC, προβλέποντας μάλιστα ότι θα απαιτηθούν 34 χρόνια για να «γυρίσουν» οι τιμές των ακινήτων στα προ της κρίσης επίπεδα.
Οπως εκτιμά, σύμφωνα με ένα ρεαλιστικό σενάριο, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα επιστρέφει στα προ κρίσης επίπεδα περίπου το 2030, η σύγκλιση προσφοράς και ζήτησης στην κτηματαγορά λόγω της αυξημένης προσφοράς κατοικιών, της υψηλής φορολόγησης και της έλλειψης στεγαστικής πίστης θα σημειωθεί περί το 2047, ενώ οι τιμές των ακινήτων θα ανακάμψουν στον μέσο όρο της περιόδου 2002 – 2008 το σωτήριον έτος 2050.
Παρατηρεί δε ότι για να τονωθεί η ζήτηση, η φορολογία στα ακίνητα θα πρέπει σταδιακά να μειωθεί ενώ η στεγαστική πίστη πρέπει να ακολουθεί τουλάχιστον τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Για να επιταχυνθεί η αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά θα πρέπει: να μειωθεί η υπερπροσφορά κατοικιών μέσω της μαζικής ανάπλασης τμημάτων του κτιριακού αποθέματος και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα από την κατακερματισμένη ιδιοκτησία μέσω της δημιουργίας Τράπεζας Γης, ενώ το επενδυτικό έλλειμμα εξαιτίας της υστέρησης της αγοράς κατοικιών, που εκτιμάται σε 14 δισ. ευρώ ετησίως, θα πρέπει να καλυφθεί από άλλους τομείς της οικονομίας.
Από την έναρξη της τρέχουσας κρίσης, όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, καταγράφεται σταθερά επιδείνωση τόσο στις εμπορικές αξίες και τα μισθώματα όσο και στα επίπεδα ζήτησης οικιστικών και επαγγελματικών ακινήτων.
Οι πιέσεις στις εμπορικές αξίες και στα μισθώματα των οικιστικών και των επαγγελματικών ακινήτων συνεχίστηκαν μάλιστα και το 2016, αν και με μικρότερη ένταση σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.
Κατά τη σχεδόν δεκαετή κατάρρευση των τιμών, η πτώση στα αστικά ακίνητα ήταν εντονότερη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα -46% και Θεσσαλονίκη -48%) έναντι των άλλων μεγάλων πόλεων (-40%) και λοιπών περιοχών (-38%). Στον τομέα των εμπορικών ακινήτων η σωρευτική πτώση φθάνει το 49% από το 2007 ως σήμερα (44% στα γραφεία και 52% στα καταστήματα). Η κτηματαγορά ακολουθεί την οικονομία.
Χωρίς ισχυρό τραπεζικό σύστημα, η έλλειψη ρευστότητας, τα capital controls, τα «κόκκινα» δάνεια, το μεγάλο απόθεμα κατοικιών, η μικρή προώθηση των όποιων μεγάλων πρότζεκτ, η απουσία ενός σύγχρονου φορολογικού και χωροταξικού πλαισίου, η ισχνή εισροή ξένων κεφαλαίων, η οποία προϋποθέτει και το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον, διατηρούν την κτηματαγορά στο περιθώριο.

Δυναμική επιλογή
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος οι ελαφρώς πτωτικές, αλλά και σταθεροποιητικές σε ορισμένες περιπτώσεις, τάσεις στις τιμές των ακινήτων εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν και τα επόμενα τρίμηνα. Παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός υποχώρησης των τιμών αναμένεται τελικά να επηρεαστεί και από το νέο πλαίσιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ελληνική αγορά ακινήτων παρουσιάζει, όπως αναφέρει, μια σειρά από χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν υπό προϋποθέσεις να αναστρέψουν ενδεχόμενες αρνητικές προσδοκίες.
Οι υψηλές αποδόσεις, των επαγγελματικών κυρίως ακινήτων, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές που έχουν διαμορφωθεί σε όλο το φάσμα κατηγοριών ακινήτων και με πρόσθετους παράγοντες, όπως η δυναμική του τουρισμού και η ανάπτυξη των υποδομών, θα μπορούσαν να αναδείξουν τα ακίνητα ως δυναμική επενδυτική επιλογή.
Η ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς ακινήτων προϋποθέτει επομένως, εκτός από την οριστική σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος, και διαρθρωτικές ενέργειες –πρωτίστως στον τομέα της φορολόγησης –ώστε να αναδειχθούν και να γίνουν πραγματικά ελκυστικές οι επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρει η χώρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ