Οι χώρες της Ευρώπης ανακτούν το χαμένο έδαφος έναντι των αναδυόμενων αγορών, στην κατάταξή τους, ενώ η Ελλάδα παραμένει στην 40ή θέση της κατάταξης, επισημαίνει η τελευταία, εξαμηνιαία έκδοση του Δείκτη Ελκυστικότητας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Renewable energy country attractiveness index – RECAI) της ΕΥ.
Ο Δείκτης διαμορφώνεται με βάση μία σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν τις προοπτικές της αγοράς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), όπως: τις μακροπρόθεσμες ανάγκες σε ενέργεια και τον βαθμό στον οποίο μπορούν να καλυφθούν από ανανεώσιμες πηγές, τον βαθμό στον οποίο οι ισχύουσες πολιτικές ενθαρρύνουν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών σε μία χώρα, την ύπαρξη βασικών προϋποθέσεων, όπως υποδομές δικτύων, μακροχρόνιες συμβάσεις και χρηματοδότηση, τις προοπτικές για τις επιμέρους τεχνολογίες ΑΠΕ και το γενικότερο επενδυτικό κλίμα, την ευκολία του επιχειρείν και τη μακροοικονομική σταθερότητα.
Σύμφωνα με την κατάταξη της έρευνας, η Ελλάδα παρέμεινε για ένα ακόμη εξάμηνο στην 40ή θέση του Δείκτη. Η Γαλλία ανέβηκε στην έβδομη θέση μέσα στην πρώτη δεκάδα της κατάταξης, ως αποτέλεσμα του εθνικού σχεδιασμού για την προώθηση της υλοποίησης 3GW ηλιοθερμικής δυναμικότητας τα επόμενα 3 χρόνια (μέσω διαδοχικών διαγωνισμών κατά την περίοδο 2017-2019).
Το Βέλγιο (18η θέση), η Σουηδία (20ή), η Ιρλανδία (30ή), η Νορβηγία (32η) και η Φινλανδία (35η) βελτίωσαν επίσης τη θέση τους μεταξύ των 40 χωρών του Δείκτη. Στη Νορβηγία, οι εργασίες για την κατασκευή της υποθαλάσσιας ηλεκτρικής διασύνδεσης προϋπολογισμού 2,3 δισ. δολαρίων, που συνδέει τη Νορβηγία με τη Γερμανία, θα επιτρέψουν στη Γερμανία να εξάγει περίσσευμα αιολικής ενέργειας για αντλησιοταμίευση των υδροηλεκτρικών της Νορβηγίας, η οποία με τη σειρά της θα μπορεί να πραγματοποιεί εξαγωγές της υδροηλεκτρικής της παραγωγής στη Γερμανία. Η Γερμανία, καθώς και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία και η Χιλή παρέμειναν σταθερές στις πέντε πρώτες θέσεις του Δείκτη.
Είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν τον βαθμό ευελιξίας των αναδυόμενων αγορών για να μετασχηματίσουν την ενεργειακή τους βιομηχανία. Το μεγαλύτερό τους εμπόδιο αποτελεί η ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο υπάρχον σύστημα συμβατικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Αυτό δημιούργησε μέχρι πρότινος την εντύπωση ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν πιο συγκρατημένες φιλοδοξίες ως προς την πλήρη αξιοποίηση των ΑΠΕ. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, βλέπουμε μια σειρά από πολλά υποσχόμενα νέα επενδυτικά προγράμματα και νέες τεχνολογίες που υλοποιούνται σε όλη την Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τη γενικότερη ευρωπαϊκή τάση βελτίωσης της ελκυστικότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υποχωρήσει στη χαμηλότερη, 14η θέση, της κατάταξης στην ιστορία του. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ενωση, η κατάργηση του υπουργείου Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (DECC) και η έγκριση του πυρηνικού σταθμού Hinkley Point C, συνέβαλαν στη μείωση της ελκυστικότητας της χώρας σε σχέση με τους επενδυτές σε ΑΠΕ.
Οσον αφορά τα πράσινα ομόλογα, η έκθεση διαπιστώνει ότι η Ευρώπη σημείωσε την εντονότερη δραστηριότητα. Συνολικά, εκδόθηκαν πράσινα ομόλογα αξίας 54,9 δισ. δολαρίων στην Ευρώπη κατά τους πρώτους επτά μήνες του έτους, ενώ ακολουθεί η Βόρεια Αμερική με 19,8 δισ. δολάρια και η Ασία με 4,5 δισ. δολάρια.
Οι ΑΠΕ στην Ελλάδα
Σχολιάζοντας τον Δείκτη της ΕΥ, η κυρία Ράνια Αικατερινάρη, εταίρος της ΕΥ στο τμήμα Χρηματοοικονομικών Συμβούλων, επισημαίνει: «Τα αποτελέσματα της έρευνας και αυτού του εξαμήνου δίνουν ένα παράδειγμα του μεγάλου φάσματος ευκαιριών και νέων τεχνολογιών που μπορεί να αξιοποιήσουν οι χώρες για να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και να βελτιώσουν τη θέση τους στον Δείκτη Ελκυστικότητας επενδύσεων σε ΑΠΕ.

Αυτό θα πρέπει να αποτελέσει στόχο και για τη δική μας χώρα που παραμένει στην 40ή θέση, καθώς αφενός έχει τεράστιες δυνατότητες εκμετάλλευσης ανανεώσιμων πόρων, αφετέρου ένα εξαιρετικό επιστημονικό προσωπικό και έμπειρες εταιρείες που θα μπορούσαν να προωθήσουν καινοτόμες τεχνολογίες.

Η Ελλάδα μπορεί να μπει ξανά δυναμικά στον χάρτη προσέλκυσης επενδύσεων σε ΑΠΕ και για αυτό απαιτείται ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, μια ξεκάθαρη εθνική ενεργειακή πολιτική, κονδύλια για χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας, αλλά και προσεκτικός σχεδιασμός των επενδύσεων από τη μεριά των επιχειρήσεων, με αξιοποίηση εναλλακτικών δομών και εργαλείων χρηματοδότησης, όπως και προσέλκυσης ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων».

HeliosPlus