Ενώ η αιφνιδιαστική εξαγγελία παροχών του Πρωθυπουργού εξέπληξε, πέρα από τους δανειστές, και την αγορά, αναλυτές και οικονομολόγοι διεθνών τραπεζών χαρακτηρίζουν μάλλον άτολμα τα «βραχυπρόθεσμα» μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ενώ, καθώς οι διαπραγματεύσεις δεν αναμένεται να καταλήξουν σύντομα, τόσο η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης όσο και η συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ βρίσκονται στον αέρα, αυξάνοντας και τους πολιτικούς κινδύνους.
Για τους αναλυτές οι άτολμες κινήσεις του Eurogroup για το χρέος μεταθέτουν όλες τις ουσιαστικές αποφάσεις για το καλοκαίρι του 2018 και αφήνουν την Ελλάδα υπό μεγάλη οικονομική και πολιτική πίεση, ενώ διευκολύνουν και τη Γερμανία, εν όψει των εκλογών του φθινοπώρου του 2017.
Για τη Citigroup, καθώς το βασικό σενάριο του ΔΝΤ βλέπει την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στο 250% το 2060, η ελάφρυνσή του κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες δεν κάνει σίγουρα τη διαφορά ως προς τη βιωσιμότητά του.
Καθώς μάλιστα οι διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση πιθανώς να καθυστερήσουν για το νέο έτος, την ώρα που η συμμετοχή του ΔΝΤ, που αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή και της Γερμανίας, παραμένει αμφίβολη, οι δυσκολίες για συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα αυξηθούν. Χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ και χωρίς μια θετική ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους, τα ελληνικά ομόλογα είναι εξάλλου απίθανο να ενταχθούν στο QE.

Καθώς την επόμενη 10ετία το ελληνικό χρέος θα αυξάνει αντί να μειώνεται, ενώ η διατήρηση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ θα εντείνει τη λιτότητα, δεν αποκλείει πρόωρες εκλογές το 2017.
Οι δανειστές επίσης δεν προχώρησαν σε καμία δέσμευση για την αναδιάρθρωση του μεσοπρόθεσμου χρέους, μεταθέτοντας τις όποιες διαπραγματεύσεις ελάφρυνσης για μετά τις γερμανικές εκλογές και, ενδεχομένως, μέχρι τα μέσα του 2018, όταν τελειώνει το τρίτο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με το σχέδιο, το οποίο θα εμφανίζει κάποια αποτελέσματα μετά το 2030, το μεγαλύτερο μέρος της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους (περίπου 14% του ΑΕΠ) θα προέλθει από την ανταλλαγή τίτλων κυμαινόμενου επιτοκίου του EFSF / ESM που έχουν εκδοθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, με τίτλους σταθερού επιτοκίου και παράταση λήξης τους κατά περίπου 4 χρόνια (στα 32,5 χρόνια), ενώ άλλα μέτρα περιλαμβάνουν τροποποιήσεις των στρατηγικών χρηματοδότησης του ESM / EFSF. Η όποια μικρή επίπτωση για τους δανειστές από την παραίτηση του περιθωρίου επιτοκίου του 2% στα δάνεια των 11,3 δισ. ευρώ το 2017 είναι περίπου 220 εκατ. ευρώ.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup είναι αυτά ακριβώς που είχαν συμφωνηθεί επί της αρχής τον περασμένο Μάιο. Η συμφωνία δεν αρκεί, ούτως ή άλλως, για να επαναφέρει τα χρέη και τον προϋπολογισμό της χώρας σε διαχειρίσιμη κατάσταση, εξηγώντας έτσι σύμφωνα με τους αναλυτές και το γιατί το ΔΝΤ, η στήριξη του οποίου θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη αυτού του ευρύτερου στόχου, δεν έχει «επιβιβαστεί ακόμη στο τρένο».
Σε κάθε περίπτωση, μια μείωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060 υποβοηθά ελάχιστα την πορεία τιθάσευσης του χρέους, ενώ η ιδέα ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για την επόμενη δεκαετία είναι, όπως αναφέρεται εκτενώς από τους αναλυτές, μία απίθανη προσδοκία που φθάνει στα όρια της φαντασίωσης.

Την ίδια ώρα, οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως σήμερα η χώρα είναι εγκλωβισμένη σε μια περίοδο ισχνής ανάπτυξης, προβλέποντας πως ύστερα από μια μηδενική ή οριακή (+0,1%) ανάπτυξη το 2016, το 2017 –αν πάνε καλά τα πράγματα με τις μεταρρυθμίσεις και το σχέδιο διάσωσης –το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1%-2% έναντι επίσημου στόχου 2,7%.
Για τη Morgan Stanley το ΑΕΠ θα παραμείνει στάσιμο το 2016 και θα αυξηθεί 1,8% το 2017 (έναντι πρόβλεψης 2% της UBS και μόλις 0,8% της Citi). Η αγορά ομολόγων έχει μέχρι στιγμής ανταποκριθεί αρκετά καλά σε αυτή τη δειλή ομαλοποίηση της μακροοικονομικής κατάστασης, με την απόδοση του 10ετούς να μειώνεται σε πρώτη φάση κατά 150-200 μονάδες βάσης. Οπως εκτιμά πάντως το πρώτο στάδιο της ανάκαμψης, δηλαδή οι πρώτες 10 ποσοστιαίες μονάδες ανάπτυξης μετά από περισσότερο από 25% συρρίκνωσης, θα έρθει από την άρση των περιορισμών, όπως τα capital controls, η λιτότητα, τα ελλείμματα χρηματοδότησης, το βουνό των ληξιπρόθεσμων οφειλών και η πολιτική αβεβαιότητα.

Εκτιμήσεις
Αύξηση του πολιτικού κινδύνου

Για τη Citigroup καθώς την επόμενη δεκαετία το ελληνικό χρέος θα αυξάνεται αντί να μειώνεται και η διατήρηση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ θα εντείνει τη λιτότητα δεν αποκλείεται η πολιτική αποδυνάμωση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να οδηγήσει και την Ελλάδα στον κατάλογο των χωρών εκείνων που έχουν μπροστά τους εκλογικές αναμετρήσεις το 2017.
Για τη Morgan Stanley, τυχόν πολιτική αστάθεια δεν θα λειτουργήσει θετικά καθώς μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες πολιτικές αποφάσεις και να επιδεινώσει τις σχέσεις με τους επίσημους δανειστές. Συνολικά, όπως αναφέρει, η έλλειψη σαφούς και αποφασιστικής τροχιάς σταθεροποίησης για την Ελλάδα και η εφαρμογή διαδοχικών γύρων λιτότητας είναι πιθανόν να συμβάλει στη φθίνουσα δημοτικότητα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που τώρα βρίσκεται πίσω στις δημοσκοπήσεις έναντι της Νέας Δημοκρατίας, η οποία όμως εμφανίζεται πιο φιλοευρωπαϊκή, υπέρ της αγοράς και υπέρ της επιχειρηματικότητας.
Καθώς το κόστος των μέτρων περιορίζει την ισχύ του κυβερνώντος κόμματος, όπως φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις, ενδεχομένως κάποια στιγμή το επόμενο έτος η χώρα να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές εκτίμησε και η Credit Suisse. Αν και κάτι τέτοιο θεωρητικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια εν τούτοις, όπως αναφέρει, μια νίκη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης είναι πιθανό να θεωρηθεί καλό νέο για τις αγορές.
Ως εκ τούτου, για την ελβετική τράπεζα ο πολιτικός κίνδυνος είναι πλέον περιορισμένος για την Ελλάδα, αν σκεφθεί μάλιστα κανείς το πρόσφατο παρελθόν. Και σε κάθε περίπτωση ο συστημικός κίνδυνος έχει μάλλον εκλείψει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ