Βερολίνο

Όλα για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όλα για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό προκύπτει σε πρώτη ανάγνωση από την γραπτή απάντηση του γερμανού υφυπουργού οικονομικών Γιένς Σπαν σε κοινοβουλευτική επερώτηση της Linke (Αριστεράς) σχετικά με τον εν πολλοίς αδιευκρίνιστο ακόμη ρόλο του ΔΝΤ στο τρίτο μνημόνιο.
Το Βερολίνο, σύμφωνα με τον κ.Σπαν, θεωρεί απαραίτητη αυτή τη συμμετοχή. Κι αυτό, μεταξύ άλλων, για οικονομικούς λόγους, αφού η χρηματική συμβολή του ΔΝΤ θα μειώσει αντίστοιχα το ποσό που καταβάλει στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας ESM.

Έως εκεί όμως. Μια δεύτερη ανάγνωση δείχνει, ότι το «όλα» είναι σχετικό. Παρά το πάθος του για το ΔΝΤ, ο κ.Σπαν του προσάπτει αθέτηση μιας σχετικής υπόσχεσής του. Προς το σκοπό αυτό επικαλείται τη συμφωνία του Εurogroup στις 25 Μαίου 2016, σύμφωνα με την οποία ο συμμετέχων σε αυτό εκπρόσωπος του ΔΝΤ δήλωνε πρόθυμος «να συστήσει στο διευθυντήριό του Ταμείου πριν το τέλος του 2016 τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα στη βάση των αποτελεσμάτων μιας ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους και της αξιολόγησης των δυνατών μέτρων για το χρέος που αναφέρονται στη δήλωση της 25 Μαίου». Με αυτό αφήνει να εννοηθεί, ότι η σύσταση αυτή έχει για το διευθυντήριο υποχρεωτικό χαρακτήρα, κάτι όμως που δεν ισχύει, αφού το διευθυντήριο, ως το ανώτατο όργανο του ΔΝΤ, κρίνει κατά το δοκούν τις συστάσεις των υφισταμένων του.

Συνολικά, η απάντηση του κ.Σπαν έχει ένα μεγάλο προτέρημα: Δείχνει λεπτομερειακά και με πολύ συνεκτικό τρόπο τη
σχέση του Βερολίνου προς το ΔΝΤ. Αυτή η σχέση περιέχει πολλά σημεία σύγκλισης. Παράδειγμα, η ανάγκη για τη συνομολόγηση μιας συμφωνίας για τους όρους που θα συνοδεύουν το πρόγραμμα προσαρμογής.

Ταυτόχρονα αποκαλύπτει όμως και τις μεταξύ τους διαφορές. Αυτές αφορούν τόσο δημοσιονομικά θέματα, όπως για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος (οι θεσμοί θεωρούν ρεαλιστικό ένα 3,5%, το ΔΝΤ μόνο ένα 1,5%), όσο και την αποδοτικότητα των οικονομικών μέτρων. Παράδειγμα, οι αποκρατικοποιήσεις. Στην επερώτησή της η Linke επισημάνει το γεγονός, ότι τα έσοδα που υπολογίζει το ΔΝΤ από την εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού κράτους είναι πολύ μικρότερα από εκείνα που μνημονεύονται στο πρόγραμμα. «Πως εξηγεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση την αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες της για έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και την ανάλυση του ΔΝΤ για την ανάλυση του χρέους από τις 23 Μαίου 2016, η οποία υπολογίζει με έσοδα ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις στο χρονικό διάστημα 2015-2030;» ρωτά η Linke. «Οι προσδοκίες της ομοσπονδιακής κυβέρνηση αντιστοιχούν προς τις συναφθείσες συμφωνίες» είναι η ξερή απάντηση. «Τα έσοδα μόνο από την περίοδο 2015-2018 ανέρχονται στα 5,8 δισ. ευρώ».

Και μόνο αυτή η αντίδραση δείχνει ότι το Βερολίνο δεν θέλει να κάνει «βούκινο» τις διαφορές του με το ΔΝΤ.

Ταυτόχρονα όμως δεν θέλει να τις κρύψει. Ως καλύτερο μέσο για την κατά το δυνατόν τεκμηριωμένη, αλλά και «ανώδυνη» παρουσίασή τους έχει επιλέξει έτσι την επίκληση των συμφωνιών – που ενίοτε ερμηνεύει, όπως φάνηκε στο θέμα της ημερομηνίας για την απόφαση του ΔΝΤ, με λανθασμένο τρόπο. Όχι σπάνια ωστόσο προτιμά τις υπεκφυγές. Σαν αυτές στα ερωτήματα, πρώτον, τι συνέπειες θα είχε για το ελληνικό πρόγραμμα, αν το ΔΝΤ δεν πάρει απόφαση για συμμετοχή με δικά του χρήματα σε αυτό, και δεύτερον, τι συνέπειες θα είχε επίσης αν τελικά έπαιρνε απόφαση κατά της συμμετοχής. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεχίζει να θεωρεί, ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα» απαντά και στις δυο περιπτώσεις ο κ.Σπαν.

Όλα για το ΔΝΤ; Και ναι, και όχι. Το Βερολίνο παραμένει αναποφάσιστο. Και αυτό, όπως δείχνει η απάντηση του κ.Σπαν, προμηνύει τη συνέχιση της μεταξύ τους κρίσης.