Την επέκταση του προγράμματος «τυπώματος χρήματος», γνωστού ως ποσοτική χαλάρωση (QE), αλλά και τεχνικές παρεμβάσεις στον τρόπο αγοράς ομολόγων αναμένεται να ανακοινώσει την ερχόμενη Πέμπτη ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Για την αγορά, εξαιτίας της αδύναμης ανάκαμψης, του χαμηλού πληθωρισμού και της ανόδου του πολιτικού ρίσκου στην ευρωζώνη, είναι σχεδόν αναπόφευκτη η τουλάχιστον εξάμηνη σε πρώτη φάση επέκταση του προγράμματος με σταθερές αγορές στα 80 δισ. ευρώ ανά μήνα.
Παράλληλα, η ΕΚΤ αναμένεται να εξετάσει την αύξηση του ορίου για τα ομόλογα χωρίς ρήτρες συλλογικής ευθύνης από 33% σε 50%, προκειμένου να αυξηθεί το φάσμα των επιλέξιμων ομολόγων. Επίσης, επιθυμεί να καταστήσει ευκολότερο για τις τράπεζες τον δανεισμό ομολόγων που έχει αγοράσει η ίδια, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως collateral για δάνεια repos.
Αγορές ανά μήνα


Πηγές της ευρωτράπεζας που επικαλείται το Reuters αναφέρουν πως την Πέμπτη θα αποφασιστεί ή η εξάμηνη επέκταση του προγράμματος με σταθερές αγορές στα 80 δισ. ευρώ ανά μήνα ή η επέκτασή του κατά 6-9 μήνες με αγορές όμως 60 δισ. ευρώ ανά μήνα ή θα μπορούσαν να μην προσδιοριστούν οι όγκοι αγορών σε μηνιαία βάση και να διαμορφώνονται ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις.
Αυτό θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αγοράζει έως και 80 δισ. ευρώ τον μήνα, χωρίς να απαιτείται η πλήρης εξάντληση του ποσού. Ενα επίσης από τα ερωτήματα των αγορών αφορά στο κατά πόσο η ΕΚΤ θα στείλει κάποιο σήμα στις αγορές ότι το QE, η αντισυμβατική δηλαδή μορφή νομισματικής πολιτικής με την οποία οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν ουσιαστικά νέο χρήμα για να αγοράσουν assets (ενεργητικά), όπως τα κρατικά ομόλογα, με στόχο την αύξηση των δαπανών του ιδιωτικού τομέα και την επιστροφή του πληθωρισμού σε επιθυμητά επίπεδα, δεν μπορεί να συνεχιστεί στο διηνεκές.
Την ερχόμενη Πέμπτη, η ΕΚΤ θα ανακοινώσει μια επέκταση τουλάχιστον κατά έξι μήνες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και ορισμένες αλλαγές στις παραμέτρους αγοράς ομολόγων. Θα αναφερθεί επίσης και στη σημασία να διατηρηθεί η χαλαρή νομισματική πολιτική δεδομένων των οικονομικών συνθηκών και των πολιτικών κινδύνων, εκτιμά η Citigroup.
Ενώ η μέση εκτίμηση της αγοράς είναι ότι ο ρυθμός αγορών των ομολόγων θα παραμείνει στα 80 δισ. ευρώ, η αμερικανική τράπεζα προβλέπει μείωσή τους στα 60 δισ. ευρώ.
Συνολικά πάντως αναμένει πως το πρόγραμμα της ευρωτράπεζας θα ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο του 2018 με το επιπλέον τύπωμα 700 δισ. ευρώ (ή το 5,5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης).
Στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού με τα γεράκια της ευρωτράπεζας, η Citi αναμένει πως ενδεχομένως το 2017 η ΕΚΤ να απαλλαγεί σταδιακά από τον «ζουρλομανδύα των μηνιαίων αγορών» όπως το ονομάζει, καθορίζοντας απλώς το μέγιστο ύψος των αγορών για μια δεδομένη περίοδο. Μια τέτοια απόφαση είναι πιθανόν να ληφθεί στις 19 Ιανουαρίου.
Τα επιτόκια


Η πρώτη αύξηση των επιτοκίων θα γίνει τον Δεκέμβριο του 2019, λίγους μήνες μετά το τέλος της θητείας του Μάριο Ντράγκι.
Η Credit Suisse από την πλευρά της αναμένει πως την ερχόμενη Πέμπτη η EKT θα ανακοινώσει την επέκταση του προγράμματος κατά τουλάχιστον έξι μήνες (με μηνιαίες αγορές 80 δισ. ευρώ), όπως και κάποιες τεχνικές παρεμβάσεις στο πρόγραμμα (depo rate, αύξηση του ορίου για τα ομόλογα χωρίς ρήτρες κτλ.) ενώ δεν αναμένει κάποια ανακοίνωση σχετικά το taper (το τέλος του προγράμματος).
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Citi, αν τα πράγματα κινηθούν ομαλά (ολοκλήρωση αξιολόγησης, ελάφρυνση χρέους, θετική γνώμη από ΔΝΤ και ΕΚΤ) τότε τα μέσα του 2017 είναι ένα εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα μπορούσαν να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ένταξη της Ελλάδας στο QE.
Η αξία των τίτλων


Η συνολική ονομαστική αξία ελληνικών τίτλων που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο εν λόγω πρόγραμμα υπολογίζεται, κατ’ ανώτατο όριο, στα 4,2 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο θα μπορούσε να αυξηθεί σε τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ, αν το πρόγραμμα της ΕΚΤ επεκταθεί πέραν του Μαρτίου 2017.
Αυτό θα ισοδυναμούσε με ποσό μεγαλύτερο από την ετήσια αξία του τρέχοντος όγκου ημερήσιων συναλλαγών ελληνικών κυβερνητικών τίτλων στη δευτερογενή αγορά.
Για την αγορά πάντως, η συμμετοχή στο πρόγραμμα θα μπορούσε να μειώσει το κόστος χρήματος τόσο για τον δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα.

Δημοψήφισμα
Τι περιμένουν οι αγορές από τις ιταλικές κάλπες

Μετά το Brexit και τις αμερικανικές εκλογές, το σημερινό ιταλικό δημοψήφισμα αυξάνει τη νευρικότητα των αγορών, καθώς θα μπορούσε να ανοίξει, όπως λέγεται, την «πόρτα» σε πρόωρες εκλογές, αλλά και να έχει επιπτώσεις στο ήδη προβληματικό τραπεζικό σύστημα της χώρας, την ώρα που οι τρεις μεγαλύτερες ιταλικές τράπεζες ίσως δυσκολευτούν να αυξήσουν την αναγκαία κεφαλαιακή τους επάρκεια. Οι τελευταίες ημέρες της προεκλογικής καμπάνιας λαμβάνουν χώρα με φόντο ένα κρεσέντο άγχους στις διεθνείς αγορές, με τη μεταβλητότητα να αυξάνεται.
Οι εύθραυστες τραπεζικές μετοχές βρίσκονται σε χαμηλό τριετίας, ενώ τα spreads μεταξύ των δεκαετών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών σημείωσαν ρεκόρ δυόμισι ετών. Οι αναλυτές φοβούνται πως αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί, αν τελικά, όπως αναμένεται, επικρατήσει το «Οχι».
To κύριο πρόβλημα, αναφέρουν αναλυτές, έγκειται στις οικονομικές αδυναμίες της χώρας, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της ψήφου, ενώ το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE της ΕΚΤ προσφέρει ένα είδος προστασίας στους επενδυτές. Η ΕΚΤ φέρεται μάλιστα να είναι έτοιμη να αυξήσει προσωρινά τις αγορές ιταλικών κρατικών ομολόγων, εάν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική αναθεώρηση οδηγήσει σε άνοδο το κόστος δανεισμού της χώρας.
Το «όχι» θα πιέσει τις τραπεζικές μετοχές και όχι τόσο στην αγορά ομολόγων, εκτίμησε η Goldman Sachs. Με το πρόγραμμα της ΕΚΤ να παρέχει ένα είδους ομπρέλας στις αποδόσεις των ομολόγων, η πολιτική αναταραχή στρέφει την προσοχή των επενδυτών στο προβληματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Σε μια ήδη ταραγμένη χρονιά, ο τραπεζικός δείκτης της Ιταλίας έχει υποχωρήσει σχεδόν στο 50% ενώ οι απώλειες σε κάποιες τραπεζικές μετοχές ξεπερνούν το 60% ή και το 80%.
Αν επικρατήσει το «Οχι» στο δημοψήφισμα, τα σχέδια ανακεφαλαιοποίησης των ιταλικών τραπεζών, ιδίως των τριών πιο ευάλωτων, κινδυνεύουν με ναυάγιο, αναγκάζοντας ίσως τη Ρώμη να λάβει μερίδιο στην τράπεζα και τους πιστωτές να υποβληθούν σε μια συμφωνία ανταλλαγής χρέους με μετοχές, οδηγώντας σε ισχυρές απώλειες για τους επενδυτές.
Καθώς πάντως οι αγορές έχουν προεξοφλήσει την επικράτηση του «Οχι» (με το «Ναι» να αποτελεί μάλλον την πολύ μεγάλη έκπληξη), σε περίπτωση που αυτό λάβει χώρα με μικρή διαφορά, τότε ίσως οι πιέσεις να μην είναι τόσο σημαντικές, λένε οι αναλυτές.
Σύμφωνα με τη Citi, μετά την επικράτηση του «Οχι» ο Μάριο Ρέντσι θα παραιτηθεί, αλλά αν χάσει με μικρή διαφορά, θα επανέλθει, ενώ πρόωρες εκλογές δεν μπορούν να αποκλειστούν αργότερα το 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ