Το Ιράν και το Ιράκ, οι χώρες που προ 35ετίας ήσαν άσπονδες εχθροί στα πεδία των μαχών, έχουν συγκροτήσει μέτωπο αντίστασης στις πιέσεις της Σαουδικής Αραβίας για συμφωνία μείωσης της πετρελαϊκής παραγωγής ενόψει της υπουργικής συνάντησης του OPEC στη Βιέννη την Τετάρτη. Η προοπτική ασυμφωνίας συμπίεσε και την Τρίτη τις τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές. Η Goldman Sachs, όμως, αποφεύγει ακραίες προβλέψεις περί κατάρρευσης των τιμών, σαν και την περυσινή πρόβλεψη που την εξέθεσε.

«Η Σαουδική Αραβία απέτυχε να γεφυρώσει τις διαφορές που έχει με τη δεύτερη και την τρίτη χώρα παραγωγής πετρελαίου στον Οργανισμό αναφορικά με τους μηχανισμούς περιορισμού της παραγωγής», μεταδίδει την Τρίτη το Reuters επικαλούμενο πηγές από τον OPEC.
«Θα διατηρήσουμε το επίπεδο παραγωγής που αποφασίσαμε στην Αλγερία», ξεκαθάρισε φθάνοντας στην έδρα του ΟPEC στη Βιέννη ο ιρανός υπουργός Πετρελαίου Μπιζάν Ζανγκανέχ. Το Ιράν είναι η δεύτερη (μετά τη Σαουδική Αραβία) σε παραγωγή χώρα του Οργανισμού, και το Ιράκ η τρίτη. Το Ιράν και το Ιράκ παράγουν αθροιστικά περισσότερα από 8 εκατ. βαρέλια αργού ημερησίως, ενώ η Σαουδική Αραβία παράγει 10,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Οι χώρες του OPEC, οι οποίες συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στην παγκόσμια πετρελαϊκή παραγωγή, συμφώνησαν το Σεπτέμβριο να συγκρατήσουν την παραγωγή τους στα 32,5 έως 33 εκατ. βαρέλια ημερησίως από τα 33,64 εκατ. βαρέλια ημερησίως που ήταν κατά μέσον όρο τους προηγούμενους μήνες.
Το Ιράν, η Λιβύη και η Νιγηρία είχαν εξαιρεθεί από τις περικοπές εξαιτίας του γεγονότος ότι η παραγωγή τους πλήττεται είτε από τις πολιτικές ταραχές (στην περίπτωση της Λιβύης και της Νιγηρίας) είτε από διεθνείς κυρώσεις (στην περίπτωση του Ιράν). Η συμφωνία είχε χαρακτηριστεί τότε ως μείζονα πολιτική νίκη της Τεχεράνης.
Η μείωση της παραγωγής του OPEC έχει ως στόχο τη συγκράτηση των τιμών του πετρελαίου. Οι ίδιες οι χώρες παραγωγής, ωστόσο, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, παραβιάζουν προδήλως και ανερυθρίαστα τα πλαφόν παραγωγής που κατά καιρούς αποφασίζουν στις υπουργικές συνόδους για να μη χάσουν μερίδιο από την αγορά.
Το διαλυτικό κλίμα που επικρατούσε την Τρίτη στο πάλαι ποτέ κραταιό πετρελαϊκό καρτέλ συμπίεσε περαιτέρω τις τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές. Στο Λονδίνο η τιμή του Brent υποχωρούσε το μεσημέρι κατά 4% συγκριτικά με την τιμή κλεισίματος της Δευτέρας και υποχωρούσε στα 46 δολάρια το βαρέλι.
Αναλυτές της Morgan Stanley και της Macquarie εκτιμούσαν το Σαββατοκύριακο ότι αν δεν επιτευχθεί συμφωνία στη Βιέννη την Τετάρτη η «διόρθωση» της πετρελαϊκής αγοράς θα είναι απότομη και οι τιμές πιθανόν να πέσουν στο επίπεδο των 35 δολαρίων το βαρέλι.
Η Goldman Sachs, ωστόσο, «μια από τις πιο δραστήριες τράπεζες στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου», όπως τη χαρακτηρίζει το Reuters, αποτόλμησε την Τρίτη την πρόβλεψη ότι έως τα μέσα του 2017 η μέση τιμή του βαρελιού θα διατηρηθεί στα 45 δολάρια το βαρέλι ακόμη κι αν ο OPEC δεν καταφέρει να συμφωνήσει σε μείωση της παραγωγής. Για το δεύτερο εξάμηνο του 2017 η κορυφαία τράπεζα της Wall Street κάνει λόγο για την πιθανότητα «ελλειμματικής πετρελαϊκής αγοράς».
Το 2015 η Goldman Sachs είχε προβλέψει ότι εξαιτίας της υπερπροσφοράς πετρελαίου οι τιμές θα καταρρεύσουν στο επίπεδο των 20 δολαρίων το βαρέλι. Τον Ιανουάριο του 2016 οι τιμές υποχώρησαν στα 27 δολάρια το βαρέλι, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2003. Στη συνέχεια, ωστόσο, οι τιμές ανέκαμψαν κατά 80% αποκλειστικά και μόνο για χρηματιστηριακούς λόγους. Δίχως δηλαδή να καταγραφεί κάποια ουσιαστική μείωση της προσφοράς ή αύξηση της ζήτησης.