Τώρα, το Ταμείο πρέπει να αποφασίσει αν η ελληνική ανάκαμψη θα συμβεί με ή χωρίς τη συμμετοχή του, τόνισε ο υπουργός Οικονομίας Δημήτρης Παπαδημητρίου, μιλώντας στο Bloomberg.

Ο δρόμος προς την ανάπτυξη περνά διαδοχικά από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την ελάφρυνση του χρέους και μετά την εισαγωγή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ανέφερε στη συνέντευξη.

«Το ΔΝΤ έχει αλλάξει πολλές φορές την άποψή του. Είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζουμε αν πράγματι θέλουν να είναι εντός ή εκτός. Νομίζω ότι θέλουν να συμμετάσχουν και εμείς τους θέλουμε εντός», δήλωσε ο κ. Παπαδημητρίου.

Αναφερόμενος στις διαφωνίες της κυβέρνησης με το ΔΝΤ για τα εργασιακά, ο υπουργός Οικονομίας δήλωσε «Είμαστε ανυποχώρητοι γιατί τελικά, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν αποτελούν λόγο για οποιαδήποτε ανάπτυξη», υποστηρίζοντας ότι η επιμονή του Ταμείου σε αυτές έχει γίνει δογματικό θέμα για το ΔΝΤ. «Αν κοιτάξετε τις προβλέψεις που έχουν κάνει, έχουν κάνει λάθος. Και μιλάμε για πραγματικό λάθος. Ομως, αν έχεις ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία για τόσες πολλές χώρες, είναι πολύ δύσκολο να την αλλάξεις», πρόσθεσε.

«Στο τέλος, πάντα υπάρχει μία συμφωνία. Δεν είναι η συμφωνία που αρέσει σε όλους, αλλά πιστεύω ότι είναι μία συμφωνία με την οποία μπορεί να ζήσει κάθε πλευρά, δεδομένων των δικών τους συγκεκριμένων αναγκών».

Ο κ. Παπαδημητρίου δήλωσε ακόμη ότι ο Αλέξης Τσίπρας τον έβαλε στην κυβέρνηση για να χαράξει μία στρατηγική ώστε η χώρα να πετύχει βιώσιμη και περιεκτική ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει ανάπτυξη που δεν αυξάνει την ανισότητα, ενώ επίσης σημαίνει δημιουργία ενός φιλικού στην επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος, κάτι το οποίο ο κ. Παπαδημητρίου δηλώνει ότι κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη φήμη για το αντίθετο, επισημαίνει το Bloomberg.

«Δεν είμαι μέλος του κόμματος και για αυτό μπορώ να πω »υπέρ των επιχειρήσεων» χωρίς να πρέπει να ανησυχώ ή να απολογηθώ για αυτό», δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας. «Ο καθένας αναγνωρίζει ότι η επένδυση είναι το πιο σημαντικό ζήτημα, δεδομένου ότι είμαστε στην ευρωζώνη και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να σεβαστούμε τους κανονισμούς της ευρωζώνης και της ΕΕ».